Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός και μόνος τροβαδούρος, που δεν είχε σπίτι να μείνει και έπαιζε με την κιθάρα του για λίγα κέρματα από τους περαστικούς στους πολύβουους δρόμους της Νέας Υόρκης. Θα μπορούσε να ήταν η ιστορία σχεδόν κάθε μουσικού της φολκ σκηνής με όνειρα να γίνει ένας νέος Μπομπ Ντίλαν, έως ότου γυρίσει πάλι πίσω σπίτι του, παντρευτεί, κάνει παιδιά και κάθε Κυριακή μπάρμπεκιου για τους φίλους.

Ετσι και έγινε. Ο Μπεκ πήρε τον δρόμο της επιστροφής και γύρισε πίσω στο Λος Αντζελες. Απογοητευμένος, χαμένος από χέρι, «λούζερ» – με μια μικρή διαφορά: στη συνέχεια έγινε περίπου ο νέος Μπομπ Ντίλαν.

Αρχές της δεκαετίας του ’90, με κομμένα τα φτερά, ο νεαρός Μπεκ Χάνσεν έχει επιστρέψει στο Λος Αντζελες χωρίς μουσική καριέρα στον ορίζοντα. Ωστόσο, δεν του είναι εύκολο να αφήσει και τελείως τη μουσική που αγαπάει, και παίζει σε μικρά καφέ και κλαμπ για το χαρτζιλίκι και την τέχνη του. Είχε εφεύρει και μερικά κόλπα στη σκηνή, αστεία και κινήσεις για να τραβάει την προσοχή του κοινού, μερικές φορές σκάρωνε και μερικά τραγουδάκια με σουρεαλιστικούς στίχους για να διασκεδάσει τον κόσμο, και κάπως έτσι γεννήθηκε το «Loser». Μεταξύ αστείου και σοβαρού. Και κάπως σαλεμένου στίχου, που δεν μιλούσε για τίποτε συγκεκριμένο και έκανε τον Μπεκ αργότερα να παραδεχθεί πως αν ήξερε ότι το τραγούδι θα είχε τόση επιτυχία θα είχε ασχοληθεί περισσότερο με το να βάλει λίγο νόημα στους στίχους.

Αντί γι’ αυτό, έλεγε ό,τι του κατέβαινε και πέταγε και στα ισπανικά το ρεφρέν: Soy un perdedor (είμαι μια αποτυχία – σε ελεύθερη μετάφραση).

Με συστάσεις, κάποια στιγμή, του φίλου του Τομ Ρόθροκ που είχε την ανεξάρτητη δισκογραφική Bong Load, ο Μπεκ γνωρίζει τον Καρλ Στέφενσον, παραγωγό της Rap A Lot Records, που έκανε πολλά για το hip hop, ειδικά αυτό του Νότου. Ο Μπεκ όμως δεν ήταν ράπερ, και σίγουρα όχι ο καλύτερος ράπερ, και οι προσπάθειές του απογοητεύουν. Ηθελε να μιμηθεί τον Τσακ Ντι των Public Enemy, αλλά δεν έβγαινε.

«Ακούγοντας τον εαυτό μου, είπα: είμαι ο χειρότερος ράπερ. I’m just a loser! Είμαι αποτυχία – και άρχισα να τραγουδάω Είμαι αποτυχία, μωρό μου, γιατί δεν με σκοτώνεις;».

Αποτυχία; Οχι και τόσο. Ο Μπεκ πέτυχε να πλέξει με τα μπλουζ και τη φολκ της παράδοσης τον ήχο της εποχής, που ήταν το hip hop. Γινόταν ένα ανθρώπινο τζουκ-μποξ που κατέβαζε και καινούργιες ιδέες. Στο κομμάτι μέσα φύτεψε σαμπλς, μέρη από τη διασκευή του Τζόνι Τζένκινς στο «I Walk on Gilded Splinters» του Dr John και μια φράση από διάλογο της ταινίας «Κill The Moonlight» (αυτή που έλεγε «είμαι οδηγός, είμαι νικητής, τα πράγματα θα αλλάξουν, το νιώθω»). Ο σκηνοθέτης της ταινίας Στιβ Χανφτ σκηνοθέτησε και το βίντεο του «Loser».

Οταν κυκλοφόρησε, τον Μάρτιο του 1993, σε βινύλιο, τυπώθηκε μόλις σε 500 αντίτυπα και μάλιστα, χωρίς ο ίδιος ο Μπεκ να το θέλει πολύ, έκανε αμέσως αίσθηση. Ηταν η εποχή – στα 90’s – της Generation X και των «σλάκερς» – αραχτοί, απαθείς, λούζερ και χωρίς φιλοδοξίες να αναρριχηθούν στο σύστημα – φιλοσοφία και πράξη απέναντι στο κατεστημένο των γιάπις της προηγούμενης δεκαετίας. Το τραγούδι-ακαριαία επιτυχία!

Το MTV λάτρεψε το βίντεο, ο Μπεκ έγινε ο καυτός αντιστάρ της εποχής, η «αποτυχία» του εισιτήριο για τη μεγάλη εταιρεία (την Geffen). Για την ιστορία, ο Μπεκ εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες – τον αναγνώρισε ο ίδιος ο Ντίλαν – και συνεχίζει να κάνει πράγματα με τον δικό του… μπεκικό τρόπο.