Από πολύ νέος κινούνταν στον χώρο των επιχειρήσεων. Σε διαφορετικά πόστα και αρμοδιότητες. Τη δεκαετία του 1980 αποφοιτώντας από το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πάτρας, ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του Μάνο τη βιοτεχνία υποδημάτων των γονιών τους στο Μοσχάτο Αττικής. Σε μια δεκαετία κατάφεραν να αυξήσουν το προσωπικό τους και να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους στη ζήτηση της εποχής: από παντόφλες που έραβαν στο χέρι οι γονείς τους, έφτασαν να παράγουν μαζικά σπορ παπούτσια και ορειβατικά μποτάκια.

Ηδη από τα φοιτητικά του χρόνια, η ενασχόλησή του με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές – το 1985 διέθετε έναν Amstrad – τον έστρεψε στον προγραμματισμό. Η διαδικτυακή επιχειρηματικότητα έμοιαζε τότε εξωτική. Ωστόσο, στο μυαλό του η ιδέα να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση στο Ιντερνετ εξελισσόταν ταχύτατα. Αφορμή ήταν ένα βιβλίο: «Το τρίτο κύμα» του Αλβιν Τόφλερ που «περιέγραφε την είσοδο της ανθρωπότητας στην υπερσυμβολική εποχή». Το χρήμα δεν έχει υπόσταση και οι συναλλαγές γίνονται ηλεκτρονικά.

ΤΑΞΙ ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ. Εκανε την αρχική ιδέα πράξη μία δεκαετία αργότερα: το 1999. Δημιούργησε μια επιχείρηση διαδικτυακών προμηθειών που συνέδεε εταιρείες με τους προμηθευτές τους σε υλικά μέσω Ιντερνετ. Μην μπορώντας να βρει περαιτέρω χρηματοδότηση, αναγκάστηκε να την κλείσει ενάμιση χρόνο αργότερα. Εκτοτε εργάστηκε σε εταιρείες πληροφορικής, όμως δεν παραιτήθηκε. Αντίθετα, μπήκε ενεργά στην ελληνική μπλογκόσφαιρα και χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το 2008 βρέθηκε να διδάσκει ως εξωτερικός συνεργάτης στα αμφιθέατρα του Παντείου Πανεπιστημίου. Οι διαλέξεις του αφορούσαν ξανά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την επιχειρηματικότητα, καθώς ολόκληρο το σύστημα της εταιρικής επικοινωνίας άλλαζε μορφή. «Στη γραφή του ως μπλόγκερ είδα ένα ζωντανό και ανήσυχο μυαλό» λέει η Μπέττυ Τσακαρέστου, επίκουρη καθηγήτρια και υπεύθυνη του εργαστηρίου διαφήμισης και δημοσίων σχέσεων στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού και ο άνθρωπος που τον επέλεξε για τη θέση.

Δεν σταμάτησε να αναζητά την «καλή επιχειρηματική ιδέα». Το 2010, η αγάπη του για τις νέες τεχνολογίες τον οδήγησε στο σημερινό επιχειρηματικό του εγχείρημα. Παρατήρησε τη διείσδυση των έξυπνων κινητών τηλεφώνων στην ελληνική αγορά και ένα καλοκαιρινό βράδυ βρέθηκε μαζί με φίλους να ψάχνουν ταξί σε έναν μικρό δρόμο στην Κηφισιά. Ενεργοποίησε το GPS του κινητού του, αναζητώντας την κοντινή λεωφόρο. «Θα ήταν βολικό», σκέφτηκε, «αν οι διαθέσιμοι οδηγοί ταξί και οι πελάτες τους μπορούσαν να επικοινωνούν μέσω μιας εφαρμογής». Το φθινόπωρο άρχισε να χτίζει το Taxibeat. Μαζί του, τρεις παλιοί του συνεργάτες: οι προγραμματιστές Νίκος Δαμιλάκης και Κώστας Σακκάς και ο γραφίστας Μιχάλης Σφικτός. Το κόστος ήταν χαμηλό και οι προοπτικές πολλές. «Το μόνο που κόστιζε ήταν ο χρόνος. Και αυτό γιατί άφηνες τη δουλειά σου και εργαζόσουν αποκλειστικά στην εφαρμογή. Αρα χρειαζόσουν χρήματα για να εξασφαλίσεις τα προς το ζην» λέει.

Ο πρώτος γύρος χρηματοδότησης ήρθε από μια ελληνική εταιρεία επενδύσεων στις αρχές του 2011. Εξασφάλισε στο Taxibeat 45.000 ευρώ. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της προσπάθειας βρέθηκαν επιχειρηματίες που είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στο Διαδίκτυο, όπως ο Απόστολος Αποστολάκης. Εχοντας την εμπειρία της ίδρυσης της δικής του εταιρείας, του E-shop, διέκρινε «την ελκυστική σε παγκόσμιο επίπεδο ιδέα» του Δρανδάκη. Σήμερα, η εταιρεία απασχολεί 14 υπαλλήλους στην Αθήνα και άλλους 10 στη Βραζιλία, τη Γαλλία, τη Ρουμανία και τη Νορβηγία. Δεν είναι η μόνη ελληνική start-up του Διαδικτύου που ανοίγεται στο εξωτερικό, αλλά μία από τις πρώτες που αναπτύσσεται τόσο σύντομα σε ξένες αγορές λένε άνθρωποι του χώρου. «Η μεγαλύτερη ικανότητα του Νίκου είναι να ακούει. Παίρνει όσα περισσότερα μπορεί – εμπειρίες, γνώσεις, συμβουλές – από ανθρώπους που ίσως έχουν να συνεισφέρουν κάτι, χωρίς τις παρωπίδες πρότερων εμπειριών ή συναισθημάτων» λέει ο Γιώργος Τζιραλής, συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων Openfund και ένας εκ των επενδυτών.

ΚΙΝΗΣΗ. Στα γραφεία της εταιρείας στο Κέντρο της Αθήνας η αίθουσα συσκέψεων παραπέμπει στην κίνηση στους δρόμους εν ώρα αιχμής. Στο ξεκίνημα του Taxibeat και για δύο μήνες, ο 49χρονος επιχειρηματίας προσέγγιζε τους οδηγούς ταξί στον δρόμο: μοίραζε προσωπικά φυλλάδια στις πιάτσες επεξηγώντας την εφαρμογή. Την ίδια διαδικασία χτισίματος στόλου της εφαρμογής ακολουθούν σήμερα οι συνεργάτες του στη Βραζιλία. Η αγορά της Αθήνας τού ήταν γνωστή. Για μια δεκαετία ο αδελφός του εργάζεται πλέον ως ταξιτζής. Ο Δρανδάκης υπολόγιζε πως καθημερινά κυκλοφορούν 15.000 ταξί στην Αττική (22.000 βάρδιες), πραγματοποιώντας περίπου 350.000 διαδρομές την ημέρα. Στις πρώτες διαδρομές συμμετείχαν 80 οδηγοί. Εναν χρόνο αργότερα, υπολογίζει πως κάθε μέρα 5 ταξιτζήδες και 150 χρήστες κατεβάζουν την εφαρμογή. Εκτιμά πως στο Λεκανοπέδιο κυκλοφορούν 1.400 ταξί με Taxibeat και εξυπηρετούνται περίπου 60.000 πελάτες. «Η εφαρμογή δημιούργησε μια νέα αγορά» υποστηρίζει. Σύνδεσε απευθείας τους πελάτες με τους οδηγούς. Βασίστηκε στη δύναμη της πληροφορίας και της επιλογής. Η λειτουργία της είναι απλή: οι οδηγοί ταξί δημιουργούν ένα προσωπικό προφίλ με φωτογραφία και ονοματεπώνυμο και αξιολογούνται και βαθμολογούνται για τις υπηρεσίες τους από τους πελάτες, με βαθμολογία από 1 έως 5 και σχόλια. «Οι «κακοί επαγγελματίες» αποκλείονται αυτόματα από τους πελάτες. Ξεχωρίζουν οι αξιόπιστοι» διευκρινίζει.

«Ανταγωνισμό συνιστούν οι συμβατικοί τρόποι εύρεσης ταξί» συμπληρώνει ο κ. Τζιραλής. «Εχουμε όμως την πεποίθηση ότι το προϊόν παρέχει καλύτερες υπηρεσίες στους επαγγελματίες και τους καταναλωτές, δημιουργώντας σημαντική προστιθέμενη αξία για αμφότερους».

Στον Δρανδάκη ως επιχειρηματία ο Σπύρος Ντόβας – υπεύθυνος επιχειρηματικής ανάπτυξης της εταιρείας – εντοπίζει πολλά από τα γνωρίσματα του λάτρη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σήμερα, χρησιμοποιεί την τεχνολογία ενθαρρύνοντας τη δικτύωση πελατών, οδηγών και υπαλλήλων. Ωστόσο, το μυστικό της επιτυχίας του λέει η κ. Τσακαρέστου βρίσκεται σε κάτι απλούστερο: δίνει λύση σε ένα πρόβλημα. Ο ίδιος ο Δρανδάκης συμπληρώνει: «Το ότι δεν βρίσκεις συχνά καλό ταξιτζή το θεωρούμε φυσιολογικό. Οι μεγάλες ευκαιρίες, όμως, βρίσκονται σε προβλήματα τα οποία έχουμε αποδεχθεί».