«Είναι καιρός για εμένα να εγκαταλείψω, να αποχωρήσω από τις ταινίες και το θέατρο. Η θέληση γι’ αυτά έχει φύγει. Δεν θα επιστρέψω» προσέθεσε ο Πίτερ Ο’ Τουλ ο οποίος μετράει οκτώ υποψηφιότητες για Οσκαρ αλλά κανένα χρυσό αγαλματάκι και συνόδευσε τη μεγάλη σταδιοδρομία του στο σινεμά με σημαντικούς σαιξπηρικούς ρόλους στο θέατρο καθώς έχει παίξει σε περισσότερες από 100 παραστάσεις.

Αν και υπερήφανος Ιρλανδός ο Πίτερ Ο’ Τουλ συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικών προσωπικοτήτων του βρετανικού θεάτρου και κινηματογράφου, – Αλμπερτ Φίνεϊ, Αλεκ Γκίνες, Μάικλ Κέιν – που σύμφωνα με πρόσφατη συνέντευξη του τελευταίου άλλαξαν «τα πάντα στο Χόλιγουντ».

Ο Πίτερ Ο’ Τουλ γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1932 στην Ιρλανδία, μεγάλωσε ωστόσο στο Λιντς, γιος ενός πράκτορα στοιχημάτων. Μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος αλλά ήδη από τα 17 του τον είχε γοητεύσει το θέατρο.Στη δεκαετία του ’50 σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών σε μια τάξη γεμάτη ταλέντο: συμφοιτητές του ήταν οι Ρίτσαρντ Χάρις, Αλμπερτ Φίνεϊ, Αλαν Μπέιτς! Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο αναλαμβάνοντας σαιξπηρικούς ρόλους, μεταξύ των οποίων και τον Αμλετ.

Ωστόσο το μεγάλο άλμα στην καριέρα του – και αφού είχε παίξει σε ορισμένα μέτρια φιλμ – έγινε το 1962 όταν ο Ντέιβιντ Λιν του εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έπος «Λόρενς της Αραβίας», ταινία που αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες όλων των εποχών. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ απέδωσε με την ελλειπτική ερμηνεία του τα ακραία χαρακτηριστικά αυτής της αμφιλεγόμενης ιστορικής προσωπικότητας, χαρίζοντας ουσιαστικά ένα δημόσιο πρόσωπο στον άγνωστο Τ. Ε. Λόρενς.

Ως Λόρενς της Αραβίας ο σχετικά άσημος μέχρι τότε Πίτερ Ο’ Τουλ επισκίασε άλλους γίγαντες του σινεμά που ήταν συμπρωταγωνιστές του – Αλεκ Γκίνες, Αντονι Κουίν, Χοσέ Φερέρ – και έγινε αμέσως αστέρας παγκοσμίου εμβέλειας. Απέσπασε την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ, για να το χάσει τον Μάρτιο το 1963 από τον Γκρέγκορι Πεκ που ήταν συγκλονιστικός στο φιλμ «Σκιές και σιώπη» («Το kill a mockingbird», 1962).

Την επιτυχία του Λόρενς της Αραβίας, ακολούθησε το «Mπέκετ» (1964), για το οποίο ο Ο’ Τουλ απέσπασε τη δεύτερη υποψηφιότητα για Οσκαρ, δίπλα στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, ενώ το 1968 ήρθε η τρίτη υποψηφιότητα για την ταινία «Το Λιοντάρι του χειμώνα» στο οποίο ο Ο’ Τουλ κάνει επίδειξη ικανοτήτων με έναν εκπληκτικό μονόλογο – το αξιοσημείωτο είναι ότι και στις δύο αυτές ταινίες ερμήνευε το ίδιο πρόσωπο, τον βασιλιά Ερίκο Β’ της Αγγλίας!

Εναν χρόνο μετά ήταν πάλι υποψήφιος για Οσκαρ ερμηνείας για τον ρόλο του στην ταινία «Αντίο, κύριε Τσιπς». Το 1972 ήρθε η πέμπτη υποψηφιότητα για την ερμηνεία του στην «Αρχουσα τάξη» – τότε το χρυσό αγαλματάκι πήγε στον Μάρλον Μπράντο για τον «Νονό».

Το 1980 ήταν πάλι υποψηφιος για την ταινία «Στάντμαν, ο ριψοκίνδυνος δραπέτης» – έχασε από τον Ρόμπερτ ντε Νίρο («Οργισμένο είδωλο») -, το 1982 διεκδίκησε για έβδομη φορά το Οσκαρ με τον ρόλο του στο «Η τυχερή μου χρονιά», για να δει τον Μπεν Κίνγκσλεϊ να το κερδίζει με τον «Γκάντι», ενώ η τελευταία υποψηφιότητα ήρθε το 2006 όταν ο Ο’ Τουλ έπαιξε τον βετεράνο ηθοποιό στο «Αφροδίτη».