Τη δεκαετία του 1820, η κινεζική οικονομία αποτελούσε σχεδόν το 30% της παγκόσμιας. Στη συνέχεια όμως βρέθηκε στο περιθώριο για να επανέλθει στο προσκήνιο με τρόπο αμείλικτο, καθώς μέχρι πρόσφατα η χώρα αποτελούσε την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ωστόσο οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ 10%-12% που σημείωσε η Κίνα τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται να αποτελούν παρελθόν τουλάχιστον σε αυτή την φάση, ενώ οι Αρχές προσπαθούν να διατηρήσουν την ανάπτυξη άνω του 7% το 2012, κάτι που παραπέμπει πάντως σε «ομαλή προσγείωση» για την κινεζική οικονομία.

Η μείωση όμως για δεύτερη φορά των επιτοκίων από την κεντρική της τράπεζα ερμηνεύεται από την αγορά ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής ανησυχούν στην προοπτική μιας «ανώμαλης προσγείωσης» για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ενώ ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού αυξάνει ταχύτατα. Για τους αναλυτές, το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης της χώρας δεν είναι πλέον βιώσιμο, καθώς δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην εξαγωγική δραστηριότητα. Ο επόμενος καταλύτης θα μπορούσε να είναι ένας συνδυασμός της εσωτερικής κατανάλωσης και της αύξησης της παραγωγικότητας, ο οποίος θα μπορέσει να αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματικός με το εξαγωγικό μοντέλο του παρελθόντος. Η αύξηση στην κατανάλωση συνδέεται πάντως άμεσα με την αύξηση στην παραγωγικότητα. Η αρχετυπική μορφή παραγωγής, με τα χαμηλής ποιότητας εργοστάσια στην Γκουανγκντόνγκ τα οποία προμηθεύουν βασικά αγαθά χαμηλής προστιθέμενης αξίας, δεν είναι πλέον βιώσιμη καθώς η αύξηση του κόστους παραγωγής και οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης σπρώχνουν την κινεζική βιομηχανία πιο ψηλά στην αξιακή αλυσίδα.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η μέση κατανάλωση των νοικοκυριών, αν και αυξάνεται, έχει μείνει πολύ πίσω από τον συνολικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα, το συνολικό μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης ως ποσοστό του κινεζικού ΑΕΠ αγγίζει το 35%, περίπου το μισό από ό,τι στις ΗΠΑ.

Η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας, με την αγορά real estate να παραμένει ο σημαντικότερος ανασχετικός παράγων, έχει οδηγήσει μάλιστα σε αναθεώρηση προς τα κάτω τις προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη. Το τελευταίο όμως που χρειάζονται οι οικονομίες – οι οποίες ήδη υποφέρουν από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη – είναι ένα νέο επίκεντρο κρίσης, που θα οδηγήσει έτσι τον κόσμο σε νέες περιπέτειες.