Μια μεταπολιτευτική παροιμία λέει «άπαξ κνίτης, αεί κνίτης» – κι αυτό φαίνεται ότι ισχύει απολύτως για τον Αλέκο Αλαβάνο, έστω κι αν από το 1991, επιλέγοντας να μείνει στον Συνασπισμό από τον οποίο το ΚΚΕ αποχώρησε, έθεσε εαυτόν εκτός του κόμματος το οποίο τον γαλούχησε.

Γόνος εύπορης οικογένειας από την Τήνο, ο Αλέκος Αλαβάνος βρέθηκε από το 1981 στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου εκλεγόταν συνεχώς ώς και το 1999. Ωστόσο, υπήρξε Ευρωπαίος με προαπαιτούμενα. Η ευρωπαϊκή ουτοπία, τα ανοιχτά σύνορα, η πολιτιστική πολυμορφία, το δικαίωμα στη διαφορά και στη συνύπαρξη, η ευημερία, η ελευθερία λόγου και ιδεών φαίνεται ότι δεν τον συγκινούσαν ιδιαίτερα. Στο δράμα της γιουγκοσλαβικής διάλυσης ήταν οπαδός του κατά Μιλόσεβιτς αναδελφισμού. Υπήρξε στυλοβάτης του κουρδικού κινήματος, για ένα διάστημα μάλιστα «φλέρταρε» ακόμα και το εθνικιστικό Δίκτυο 21.

Είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τον Αλέκο Αλαβάνο αν δεν τον συγκρίνει με τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, με τον οποίο, αν και στο ίδιο κόμμα, υπήρχε βαθύτατη πολιτική αντιπαλότητα. Ως γνωστόν, ο Παπαγιαννάκης πίστευε με πάθος στους θεσμούς. «Οσο κι αν κάποιοι στην Αριστερά εξακολουθούν να μην αποδίδουν στους θεσμούς τη σημασία και τη δύναμη που πραγματικά έχουν, ωστόσο οι θεσμοί έχουν δύναμη, συνέχεια και κυρίως απαιτούν δράση και όχι λόγια», έλεγε ο Παπαγιαννάκης. Κάπως έτσι ο βαθύτατα ανανεωτής, ευρωπαϊστής Παπαγιαννάκης θεωρήθηκε «δεξιός», ο δε «αριστερός» Αλαβάνος προετοίμασε το έδαφος για την Αριστερά των κινημάτων, της αντιπαγκοσμιοποίησης, του κλεισίματος – και έδωσε το δαχτυλίδι στον (επίσης πρώην κνίτη) Αλέξη Τσίπρα. Εκείνος το κράτησε καλά, χειραφετήθηκε, κέρδισε τις εσωκομματικές ισορροπίες. Η «δομική, κινηματική, ενωτική, ανατρεπτική και οραματική» αντιπολίτευση που επαγγελλόταν ο Αλέκος Αλαβάνος θα γινόταν χωρίς αυτόν. Οπως αποδείχθηκε, η πατροκτονία ήταν εφικτή.

Νίκος Κωνσταντόπουλος

Αριστερός ηθικολόγος

Παρά την επίκληση των δικαιωμάτων του περίφημου κορμοράνου της περιοχής κοντά στη Γεωπονική Αθηνών, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ όρθωσε τις αντιρρήσεις του στη δημιουργία νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Ελαιώνα, ο Αλέξης Τσίπρας είναι βάζελος – ως εκ τούτου κάποιο έντονο συναίσθημα θα του άφησε, το καλοκαίρι του 2010, η είδηση ότι ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος ανέλαβε πρόεδρος της ομάδας.

Αυτό πάντως που κατά πάσα πιθανότητα φέρνει τον Αλέξη Τσίπρα κοντά στον Νίκο Κωνσταντόπουλου δεν είναι ο Παναθηναϊκός αλλά ο δημόσιος λόγος του – και κυρίως τα ηθικολογικά χαρακτηριστικά του. Ηθικολογικού τύπου ήταν και η αγόρευσή του στο Ειδικό Δικαστήριο το 1991, όταν, εκπροσωπώντας τον Συνασπισμό, ήταν εκ των δημοσίων κατηγόρων στη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, στην οποία είχε ζητήσει την ενοχή και του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ακόμα και αν είχε κάνει έργο ζωής την αντίθεσή του στον Ανδρέα Παπανδρέου, ωστόσο οι πολιτικοί του αντίπαλοι συνέχιζαν να θεωρούν τον Νίκο Κωνσταντόπουλο αριστερό ηθικολόγο. Αλλωστε, η πολιτική του ήταν εναρμονισμένη με τη θεωρούμενη «εθνική γραμμή». Αντιπαγκοσμιοποίηση, αντιαμερικανισμός, ιδιόρρυθμα Βαλκάνια και, κατά προέκταση, ιδιόρρυθμη Ελλάδα. Θα αντιτείνει κανείς ότι πόρρω απέχει από τις κινηματικές στρατηγικές πολλών συνιστωσών κι ότι είναι σταθερά προσανατολισμένος στους θεσμούς (τους οποίους ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει και κορόνα στο κεφάλι του, όπως αποδεικνύει συστηματικά, με τις τοποθετήσεις του και τις πράξεις του από τον Δεκέμβρη του 2008). Προφανώς, ο κ. Κωνσταντόπουλος απέχει από τις συνιστώσες. Αλλά την ίδια στιγμή απέχει και από τον κορυφαίο θεσμό που έχει συνηθίσει να υπηρετεί, τον θεσμό του προέδρου (σε κόμμα, στον Παναθηναϊκό, στη Δημοκρατία, όπου δει). Και παρέχοντας τεχνογνωσία και πείρα στον Αλέξη, κρατά αναμμένη τη σπίθα της ελπίδας.