Πόσο χρονών είναι ο ΜακΚάρτνεϊ; Τον Ιούνιο θα γίνει ακριβώς 70. Μάλλον δεν του φαίνεται τόσο. Παντρεύτηκε πριν από λίγους μήνες για τρίτη φορά ύστερα από εκείνο το σαρκοφάγο διαζύγιο (είναι ο καλύτερος φίλος του Μελ Γκίμπσον πια), δηλαδή το λέει η ψυχή του και έχει μια τρέλα που δείχνει να κρατάει γερά από το «A hard day’s night» ώς σήμερα.

Για να λέμε και την αλήθεια, αν ένας από τους Beatles έχει φάει λάσπη – συχνά πολύ άδικα – είναι ο σερ Πολ. Σκεφτείτε, ο Λένον είναι θρησκεία, ο Χάρισον είναι ο σιωπηλός, ο γκουρού, ο πνευματικός, ο Ρίνγκο είναι ο Ρίνγκο με την τρέλα του, όλα καλά, ποιος μένει να «πυροβολούν»; Ο Πολ, γιατί αυτός εκτίθεται.

Τον συναντάς στα βραβεία μουσικών περιοδικών, στις επιδείξεις μόδας της Στέλλας ΜακΚάρτνεϊ, στις συναυλίες του γιου του Τζέιμς, που μόλις παρουσίασε το πρώτο του άλμπουμ ηχογραφημένο στα στούντιο Abbey Road με παραγωγό τον πατέρα. Δηλαδή ψάχνεις τον ΜακΚάρτνεϊ; Δεν χρειάζεται να τον ψάχνεις, εδώ είναι.

Και επειδή πολλά συμβαίνουν στον κόσμο τού σερ Πολ τελευταία (έρχονται και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Λονδίνο και το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπά), έχει αποφασίσει κι αυτός να κρατήσει το μουσικό μοτέρ αναμμένο.

Αλλιώς για ποιον λόγο να έκανε έναν δίσκο με διασκευές – αγαπημένων του, όπως λέει, κομματιών – ενώ, όπως έχουμε δει τελευταία, οι συνθετικές του δυνάμεις κάθε άλλο παρά τον έχουν εγκαταλείψει. Την προηγούμενη εβδομάδα έγραφα για ένα ακόμη άλμπουμ με διασκευές (και όχι μόνο), το «Beyond the Sun» του Κρις Αϊζακ, αλλά ήταν ένα διαφορετικό πρότζεκτ, ένας φόρος τιμής στη Sun Records και στους μεγάλους της.

Ο ΜακΚάρτνεϊ, χωρίς ιδιαίτερο πλάνο, ακολουθεί τον πολυφορεμένο (βλέπε Ροντ Στιούαρτ) δρόμο με κλασικά, προφανή και όχι τραγούδια. Επιλέγει μάλιστα για πρώτη φορά στην καριέρα του να είναι μόνο ο τραγουδιστής και δεν παίζει κανένα όργανο. Εχει επιστρατεύσει τους μουσικούς της Νταϊάνα Κρολ και προφανώς επειδή μπορεί προσκαλεί τον Ερικ Κλάπτον και τον Στίβι Γουόντερ, όπου εκείνος τραγουδάει χαλαρά και ευγενικά, παρουσιάζοντας το άλμπουμ με τον… σκανδαλιάρικο τίτλο «Kisses on the bottom». Τραγούδια που έμαθε από τον πατέρα του και είναι, λέει, αυτά πάνω στα οποία «δέθηκαν» με τον Λένον. Ολα τέλεια; Σχεδόν. Λείπει μόνο ο λόγος που έπρεπε στ’ αλήθεια να βγει το άλμπουμ. Θα έλειπε στον σερ; Ή στο κοινό του;

Αν και ο ΜακΚάρτνεϊ πάντα είχε στο μυαλό του να κάνει έναν δίσκο με διασκευές κλασικών τραγουδιών, ο Ρίνγκο Σταρ τον είχε προλάβει. Το 1970 κυκλοφόρησε το δικό του «Sentimental journey». Ο Ρίνγκο είναι πάλι εδώ με το νέο «Ringo 2012» (Ηip O Records).

Από τα εννιά τραγούδια τού άλμπουμ δύο είναι διασκευές (άλλα δύο νέες εκτελέσεις δικών του, το «Wings» και το «Step lightly») και τα υπόλοιπα καινούργια δικά του με συνεργασίες μουσικών όπως οι Ντέιβ Στιούαρτ, Τζο Γουόλς, Τσάρλι Χέιντεν, Ντον Γουόζ, Μπρους Σούγκαρ. Ο Ρίνγκο έφτιαξε ένα πακέτο στα μέτρα της κατανάλωσης με τα καλύτερα υλικά και από εκεί και πέρα είναι παιχνίδι και εντυπώσεων.

Ο Ρίνγκο άλλωστε ήταν αυτός που το ’70, που διαλύονταν οι Beatles, έβγαζε δυο προσωπικά άλμπουμ αλλά και αυτός που ποτέ δεν έγινε ένας Κιθ Μουν, αλλά δεν ήταν και ξένος, παρότι πολλοί πιστοί του Πιτ Μπεστ δεν τον δέχτηκαν ποτέ. Συνεχίζει σαν αιώνιος χίπης κι αυτός, με το «Peace and love» κλειδί του άλμπουμ και την πεποίθηση πως κανείς δεν μπορεί να του αφαιρέσει το δικαίωμα να μιλάει για τη ζωή του.