Θα ήταν αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια. Κι όμως, ο πρώην αρχηγός των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο Ιλκέρ Μπασμπούγ, προφυλακίστηκε και ούτε 100 άνθρωποι δεν βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν. Εντυπωσιακή μεταστροφή μιας κοινωνίας όπου η ιδεολογία της εθνικής ασφάλειας, ο στρατός και το κράτος έχουν συνδεθεί άρρηκτα. Αν και το γεγονός είναι ακόμη μια απόδειξη της πολιτικής κυριαρχίας των ισλαμιστών, είναι ακόμη πρόωρο – λένε διπλωματικές πηγές – να μιλήσει κανείς για την πτώση του τουρκικού μιλιταρισμού.

Ο Μπασμπούγ είναι ο 140ός και ο πιο υψηλόβαθμος στρατιωτικός που προφυλακίζεται στην υπόθεση «Εργκένεκον». Είναι ο τελευταίος της «παλιάς φρουράς» των στρατηγών και είχε επανειλημμένα συγκρουστεί με την κυβέρνηση Ερντογάν. Επίσημα κατηγορείται ως ύποπτος απόπειρας πραξικοπήματος. Συγκεκριμένα, ότι ενέκρινε τη σύσταση δεκάδων ιστοσελίδων για τη διάδοση προπαγάνδας εναντίον της κυβέρνησης, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου για την ανατροπή της.

Το παζλ όμως των εξελίξεων στην Τουρκία είναι πολύ πιο περίπλοκο και κανένας δεν μπορεί να προδικάσει τη συνέχεια, παρά την παντοδυναμία του Ταγίπ Ερντογάν. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά ύστερα από καιρό που μερίδα του τουρκικού Τύπου στήριξε ανοικτά τον πρώην τούρκο επιτελάρχη, υπογραμμίζοντας πως αν ο Μπασμπούγ ήθελε να προχωρήσει σε πραξικόπημα δεν θα χρησιμοποιούσε το Διαδίκτυο αλλά τον στρατό.

Ακόμη και ο ίδιος ο τούρκος Πρωθυπουργός έσπευσε λίγες ημέρες μετά την προφυλάκιση του στρατηγού να δηλώσει ότι η προφυλάκιση «ίσως να μην ήταν απαραίτητη». Εβαλε ο Ερντογάν νερό στο κρασί του ή μήπως ο στρατηγός ξέρει πολλά για τη διακυβέρνηση του κυβερνώντος AKP; Μήπως είναι ακόμη ένα επεισόδιο στα κρούσματα αυταρχισμού που επιδεικνύει ενίοτε ο Ερντογάν απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά και στον Τύπο; Κι αν η κοινωνία δέχθηκε με ανακούφιση την απόφαση να καθήσουν στο σκαμνί οι δράστες του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, Κενάν Εβρέν και Ταχσίν Σαχίνκαγια, η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρου του CΗP Κιλιτσντάρογλου (με πρόσχημα την παραβίαση του αντιτρομοκρατικού νόμου), καθώς και το γεγονός ότι δεκάδες τούρκοι δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή, δεν συνάδουν με την εικόνα της σύγχρονης δημοκρατίας που θέλει να παρουσιάζει η κυβέρνηση Ερντογάν.

Αρμόδιες πηγές σημειώνουν ότι ναι μεν η προφυλάκιση ενός στρατηγού υποδεικνύει ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει στα ίσια το μιλιταριστικό παρελθόν της, αλλά είναι πολύ νωρίς να μιλήσει κανείς για τέλος της κηδεμονίας του στρατού στα τουρκικά πολιτικά πράγματα. Περισσότερο συνιστά, συμφωνούν πολλοί αναλυτές, μήνυμα του Ερντογάν προς τον στρατό και την κεμαλική ελίτ να μην υπονομεύει την πολιτική επιλογή του λαού, που είναι οι ισλαμιστές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρ’ όλο που περισσότεροι από 35% των Τούρκων πιστεύουν ότι η υπόθεση «Εργκένεκον» είναι κατασκευασμένη, ώστε οι ισλαμιστές να εκδικηθούν την παλιά ελίτ ή να καταπιέσουν την αντιπολίτευση, έχουν πεισθεί από τις κινήσεις Ερντογάν.

Το βέβαιο είναι, σημειώνουν διπλωματικές πηγές, ότι «ο Ερντογάν αποδομεί και απομυθοποιεί» την εικόνα του στρατού στα μάτια της κοινής γνώμης. Αυτή είναι μεγάλη αλλαγή για μια κοινωνία που έχει μάθημα «εθνικής ασφάλειας» στα σχολεία, που μαθαίνει από μικρή ηλικία ότι ο Τούρκος είναι γεννημένος στρατιώτης και που ταύτιζε τους στρατιωτικούς με τους προστάτες του έθνους από εχθρούς πάσης φύσεως. Ομως, ο τερματισμός της κηδεμονίας του στρατού στα πολιτικά πράγματα δεν είναι τόσο απλός. Οχι μόνο γιατί οι στρατηγοί αποτελούν ακόμη τους θεματοφύλακες του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Αλλά και επειδή ο Ερντογάν, λένε οι ίδιες πηγές, έχει ανοικτά μέτωπα και τους χρειάζεται, κυρίως στο Κουρδικό.

Πέρα από τις τομές στις οποίες έχει προχωρήσει ο Ερντογάν, θα απαιτούνταν μεγαλύτερες ρήξεις, σημειώνουν αρμόδιες πηγές. Κι αυτές αφορούν τα προνόμια, την εκπαίδευση, το ειδικό στάτους των αξιωματικών και το κατά πόσο αυτοί είναι υπόλογοι.

Για παράδειγμα, ο Νόμος των Εσωτερικών Υπηρεσιών, ο οποίος επιτρέπει στην κεμαλική ελίτ να κάνει όσα κάνει, παραμένει ανέγγιχτος. Για να προχωρήσει ο Ερντογάν σε μια μεγαλύτερη ρήξη θα πρέπει να αποδομήσει και τον μύθο του κράτους ως «ιερής αγελάδας». Κι εκεί τα πράγματα είναι δυσκολότερα και πιο σύνθετα. Γιατί θα πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα του τουρκικού

Κλειστή «λέσχη» για λίγους με κοινωνικό έρισμα

Αναλυτές όπως ο Αχμέτ Ινσέλ έχουν χαρακτηρίσει την Τουρκία «πραιτωριανή δημοκρατία» και όχι ολοκληρωτικό καθεστώς ή στρατιωτική δικτατορία. Σε αυτή τη δομή «η εξουσία, τα προνόμια και η ανώτερη θέση δεν είναι ατομικά, αλλά ταξικά… Ο στρατός, που αποτελεί την κεντρική τάξη της πραιτωριανής δημοκρατίας, δεν παρουσιάζει απλώς τον χαρακτήρα μιας τάξης δι’ εαυτήν, αλλά την εικόνα μιας άρχουσας τάξης», γράφει ο Ινσέλ (στο Αχμέτ Ινσέλ-Αλί Μπαϊράμογλου, «Ο Τουρκικός Στρατός – ένα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη», Εκδ. Βιβλιόραμα). Για κάποιους άλλους, η Τουρκία ποτέ δεν ήταν μιλιταριστικό έθνος με την κλασική έννοια, γιατί οι στρατιωτικοί της δεν προέρχονταν από την αριστοκρατία (όπως, για παράδειγμα, οι σαμουράι στην αυτοκρατορική Ιαπωνία), αλλά από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις και οι αξιωματικοί προέρχονταν από τον λαό. Ολα άλλαξαν στη δεκαετία του ’80, όταν ο τουρκικός στρατός άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά κλειστής κάστας. Τότε θεσπίστηκαν ρυθμίσεις που εξασφάλιζαν ότι οι αξιωματικοί θα στρατολογούνταν από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, ενώ έγινε προσπάθεια να αυξηθεί το ποσοστό των αξιωματικών που ήταν γόνοι αξιωματικών. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνονταν να περνούν τον χρόνο τους στις λέσχες, ενώ οι περισσότεροι στεγάστηκαν σε συγκροτήματα στρατιωτικών κατοικιών. Σταδιακά ο στρατός έγινε μια προνομιούχος ομάδα με υπερβολικά δικαιώματα, ενώ απέκτησε και κοινωνικό έρεισμα. Κι αυτό διότι πλαισιωνόταν από έναν συνασπισμό συμφερόντων αποτελούμενο από τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις του αμυντικού τομέα, κάποιοι από τους οποίους ήταν συνταξιούχοι στρατιωτικοί.