Προχθές το μεσημέρι, στημένος στη διώροφη ουρά της εφορίας, για να ξεπεράσω το γνώριμο σε όλους τους τροφίμους του ελληνικού κράτους αίσθημα της ταπείνωσης, έριχνα μπρος και πίσω κλεφτές ματιές, μπας και βρω κάποιον καλοθελητή για να μοιραστούμε τα συνήθη ξόρκια. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε κάποιον που φορούσε στολή μοτοσικλετιστή. Ηταν λίγο πιο νευρικός από τους άλλους, καθότι νέος δεν είχε βαρεθεί ακόμη να δυσανασχετεί κι όταν πήρε είδηση πως τον κοιτάζω, με ρώτησε αυστηρά: «Τι είπε;». Νομίζοντας ότι με ρώτησε τι είπα, του απάντησα πως δεν είπα τίποτε και απέσυρα το βλέμμα μου, αποφασισμένος ότι μια και θα περνούσα τουλάχιστον μια ώρα εκεί πέρα είχα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαλογιστώ για το αύριο το δικό μου και του τόπου. «Ο Τζουμάκας εννοώ. Θα κατέβει για αρχηγός;». Αυτήν τη φορά ήταν πιο επιθετικός και ως εκ τούτου δεν τόλμησα να του αποκαλύψω πως δεν καταλάβαινα για ποιο πράγμα μιλούσε. «Για τον Καστανίδη λες, ρε φίλε;» ακούστηκε μια ελαφρώς βραχνή φωνή δύο περίπου θέσεις πιο πίσω. «Ποιος Καστανίδης; Εδώ κατεβαίνει ο Τζουμάκας».

Η χαρμόσυνη είδηση φαίνεται πως είχε ήδη κάνει τον δρόμο της διότι στη συζήτηση παρενέβη κι ένας ακόμη άνδρας, καλοντυμένος, μάλλον δικηγόρος ή φαρμακοποιός, κάτι προς το κλειστό εν πάση περιπτώσει. Αυτός ανέλαβε τον ρόλο του συνετού: «Το θέμα, κύριοι, είναι πότε θα γίνουν εκλογές». Την στιγμή εκείνη τα σκαλιά ανέβαινε μια υπάλληλος του ευαγούς ιδρύματος μ’ ένα μάτσο διάτρητα χαρτιά στο χέρι. Μόλις όμως άκουσε τη μαγική λεξούλα, το κλακ κλακ που έκαναν τα τακούνια της διεκόπη. «Θα γίνουν εκλογές είπατε; Τώρα αμέσως, αύριο, τη Δευτέρα; Πείτε μου πότε. Τι ακούσατε;». Καθότι εφοριακός, αν και συμπαθεστάτη, η κυρία αντιμετωπίσθηκε με τη σχετική δυσπιστία. «Σας ενδιαφέρει η ημερομηνία των εκλογών;» τη ρώτησε ο εκπρόσωπος του κλειστού επαγγέλματος. «Εγώ δηλαδή δεν έχω δικαίωμα να εκφραστώ; Εμένα δεν με πνίγει αυτός ο κόμπος στον λαιμό; Εγώ δεν θέλω να λυτρωθώ από το βάρος που καταπλακώνει την ψυχή μου; Να γίνουν εκλογές για να τελειώνουμε με όλα αυτά», διαμαρτυρήθηκε η εφοριακός. «Δίκιο έχει η κυρία», παρενέβη μια άλλη κυρία από το πρώτο σκαλοπάτι του δευτέρου ορόφου, «δημοκρατία έχουμε και δημοκρατία χωρίς εκλογές δεν γίνεται». «Εγώ βασικά περιμένω για να πληρώσω το σήμα», απεφάνθη ένας που δεν φαινόταν λόγω ύψους κάπου στη μέση. «Και γιατί περίμενες τελευταία στιγμή;» τον αποστόμωσε ο μοτοσικλετιστής.

Πίσω μου ακριβώς στεκόταν ένα νέο παιδί με πολύ θλιμμένο βλέμμα. Ώς τώρα δεν είχε ανοίξει το στόμα και τώρα όμως που το άνοιξε έσκυψε πολύ κοντά στο αυτί μου: «Εσείς τι γνώμη έχετε για τον Τσίπρα; Λέτε να αυξήσει την κοινοβουλευτική του δύναμη;». «Θα εξαρτηθεί απ’ τον Τζουμάκα», απεφάνθη ο μοτοσικλετιστής. «Υπολογίζετε χωρίς τον Σαμαρά», ακούστηκε κάποια φωνή από το βάθος. Και στο άκουσμά της, ως διά μαγείας, όλοι ξαναβυθίστηκαν στην αρχική τους σιωπή. Αργότερα μόνο, πολύ αργότερα, ακούστηκε κάποιος να αναστενάζει: «Ξεχάσαμε το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, βρε παιδιά. Ακουσε κανείς τι γίνεται με την υπόθεση;».