Στα 73 του ο Διονύσιος Κόκκινος δεν σταματά να «ακονίζει» το μυαλό του. «Σε αυτή την ηλικία έκανα μαθήματα γαλλικών», λέει στα «ΝΕΑ». Η σχέση του με τη Γαλλία ξεκίνησε το 1990, όταν έγινε μέλος της Γαλλικής Καρδιολογικής Εταιρείας. Από τότε κάθε χρόνο συμμετέχει στο συνέδριό της.

Ωστόσο η γαλλική γλώσσα δεν ήταν το δυνατό του σημείο και ο ίδιος φαίνεται να αντιπαθεί τη μετριότητα. «Είναι μια υπέροχη γλώσσα, με τεράστιο πλούτο και ευγένεια» λέει, χωρίς να κρύβει ότι χρειάστηκε να μελετήσει και να προετοιμαστεί σκληρά για τις δύο ομιλίες του στην Εθνική Ακαδημία Ιατρικής της Γαλλίας προτού ακόμη θέσει υποψηφιότητα.

Η διάκρισή του από την Ακαδημία, που αντανακλά και στη χώρα μας, δεν είναι το μοναδικό «δώρο» εκ… Γαλλίας. Οι φιλίες που έχει συνάψει εκεί αποτελούν γι’ αυτόν σταθμό στη ζωή του. «Οι Γάλλοι γίνονται πιστοί φίλοι. Αν σου ζητήσουν να τους μιλήσεις στον ενικό σημαίνει ότι έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Η γνωριμία μαζί τους είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στο γαλλικό πνεύμα, στη γλώσσα, στον πολιτισμό, στην επιστήμη».

Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ. Η δίψα του για μάθηση είναι χαρακτηριστικά που τον ακολουθούν από μικρό παιδί. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας του ήταν αποσπασμένος ως αξιωματικός του Ιππικού, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα. Με υποτροφία μπήκε στο Κολλέγιο Αθηνών, από όπου και έλαβε το απολυτήριό του. Η μελέτη τον κέρδισε και τα βιβλία δεν τα αποχωριζόταν. Ο άνθρωπος όμως που τον επηρέασε σημαντικά στη μετέπειτα εξέλιξή του ήταν ο παθολόγος Κωνσταντίνος Γαρδίκας. «Είχα στη ζωή μου ένα σπουδαίο οικογενειακό παράδειγμα. Αποτέλεσε για εμένα έμπνευση».

Τα τελευταία δύο χρόνια του σχολείου είχε κατασταλάξει για το τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Με σκληρό διάβασμα και φροντιστήριο πέρασε πρώτος στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα, είχε δώσει εξετάσεις και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και κατέλαβε τη 12η θέση. Το σπίτι του όμως ήταν στην Αθήνα. Πραγματοποίησε την ειδίκευσή του στην Παθολογία στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Το 1967, κρατώντας στο χέρι αεροπορικό εισιτήριο με προορισμό την πόλη Χιούστον των ΗΠΑ, φεύγει από την Ελλάδα.

Στο Texas Heart Institute γνωρίζει – όπως αφηγείται – έναν άλλο κόσμο. Ενηλικιώνεται επιστημονικά σε ένα περιβάλλον όπου η ιατρική τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Το Νοσοκομείο του Χιούστον ήταν τότε πρωτοπόρο στις εγχειρήσεις καρδιάς, με «πρωταγωνιστή» τον καρδιοχειρουργό Ντέντον Α. Κούλεϊ (Denton A. Cooley). Ο Δ. Κόκκινος θαυμάζει τη μαγεία του νυστεριού, παραμένει όμως πιστός στην καρδιολογία. Ρουφάει σαν σφουγγάρι τις γνώσεις που του προσφέρει ο μέντοράς του Ρόμπερτ Ντ. Λίτσμαν (Robert D. Leachman), υπό τον οποίο εργάστηκε επί τέσσερα χρόνια. Στο σπίτι του επέστρεφε τα μεσάνυχτα, η κούραση όμως ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Ούτε ένιωθε μόνος: η σύζυγός του Βάνα Χριστοπούλου-Κοκκίνου τον είχε ακολουθήσει κάνοντας και η ίδια την ειδικότητά της στην Αιματολογία.

Είχε όμως νοσταλγία για την πατρίδα. Η Αμερική δεν έγινε ποτέ ο τόπος του, παρότι είχε επαγγελματικές προτάσεις. Ακόμη και εν μέσω οικονομικής κρίσης δεν χάνει την πίστη του στην Ελλάδα. «Πρέπει να νιώθουμε υπερήφανοι που είμαστε Ελληνες. Είμαστε σπουδαίος λαός, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χάσουμε το θάρρος μας».

Με βεβαιότητα όμως λέει ότι εκείνη την εποχή ήταν γι’ αυτόν ευκολότερο να σχεδιάσει το επαγγελματικό του μέλλον, ενώ του προσφερόταν και ένα ευρύ πεδίο δράσης.

Υστερα από έναν χρόνο υπηρεσίας υπαίθρου ως διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Κορίνθου, εξελέγη διευθυντής στο Τζάνειο. «Οταν πήγα εκεί η κλινική ήταν υποτυπώδης», θυμάται ο καθηγητής. Ωστόσο κατά τη 15ετή θητεία του το νοσηλευτικό ίδρυμα ισχυροποιήθηκε σημαντικά με αιμοδυναμικό εργαστήριο, ενώ δημιουργήθηκε και το πρώτο στη χώρα λιπιδολογικό εργαστήριο.

Ακολουθεί το Ωνάσειο Καρδιολογικό Ιδρυμα: εντάσσεται στην ομάδα της δημιουργίας του και όταν το 1993 εγκαινιάζεται ο ίδιος διευθύνει την Α’ Καρδιολογική Κλινική. Την ίδια περίοδο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια καθηγητής Α’ βαθμίδος το 1998. Παρότι επί δεκαετίες φορούσε την ιατρική μπλούζα, το μεράκι του δεν σταμάτησε στη φροντίδα των ασθενών. Η έρευνα αποτελεί για τον καθηγητή Κόκκινο ένα επιπλέον πάθος. Πρόσφατα τη χαρακτήρισε «ερωμένη» του, αφού μέχρι σήμερα μελετά ώς αργά. «Δεν μπορώ να σταματήσω αυτές τις συνήθειες», δηλώνει γελώντας. Ακούραστα μέχρι και σήμερα εκπονεί ερευνητικές εργασίες στο Ωνάσειο με τους παλαιούς συναδέλφους του αλλά και στο Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών, όπου και έχει αναλάβει τη διεύθυνση του Τομέα Καρδιάς – Αγγείων. Το «μεράκι» του, όπως διευκρινίζει, είναι η προστασία του μυοκαρδίου.

Τίποτε όμως δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν είχε πάντα στο πλευρό του νεαρούς ερευνητές και γιατρούς, από τους οποίους αντλεί «φρεσκάδα». Παραδέχεται ότι νιώθει διχασμένος: στη ζωή του έχει δοθεί με το ίδιο πάθος στη φροντίδα των ασθενών, στην έρευνα και στην εκπαίδευση. «Εχω την… ατυχία να μου αρέσουν όλα», καταλήγει.

Εξάλλου, αν περιμένει κανείς ότι τη βιβλιοθήκη του κ. Κόκκινου μονοπωλούν οι τόμοι της Ιατρικής, η έκπληξη θα είναι μεγάλη. Στους στίχους του Αγγελου Σικελιανού (είναι ο αγαπημένος του), του Διονύσιου Σολωμού, του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Κωστή Παλαμά ο καθηγητής βρίσκει ηρεμία και έμπνευση. Μαγνήτης όμως είναι γι’ αυτόν και τα ιστορικά βιβλία, ιδίως αυτά που αναφέρονται στην πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. Οι ιστορικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις ωστόσο αποτελούν αγαπημένα διαλείμματα στην καθημερινότητα του κ. Κόκκινου. Οι τρεις γιοι του μεγάλωσαν ακούγοντας τους γονείς τους στο σπίτι να συζητούν για την ιατρική: για την καθημερινότητά τους στο νοσοκομείο, για τους ασθενείς, για τις νέες έρευνες. Ο καθηγητής δεν το αρνείται: «σίγουρα τους επηρεάσαμε», αφού και οι τρεις σήμερα ασκούν το ιατρικό επάγγελμα. Ο μεγαλύτερος είναι καρδιολόγος, ο μεσαίος ακτινολόγος και ο μικρότερος λέκτορας Παθολογίας.

Για ακόμη μία φορά όμως ο λαός αποδεικνύεται σοφός όταν λέει ότι «των παιδιών μου τα παιδιά είναι δυο φορές παιδιά μου». Με καμάρι μιλάει ο κ. Κόκκινος για τις εγγονές του, στις οποίες φαίνεται να έχει μεγάλη αδυναμία. Εύχεται για αυτές να βρουν την τύχη τους σε μια Ελλάδα που θα ανακάμψει και ελπίζει – γιατί όχι; – να γίνουν και αυτές γιατροί.