Πληροφόρηση εκ των έσω, όπως εκτιμούν οι αστυνομικές Αρχές, είχαν οι δράστες της κινηματογραφικής διάρρηξης στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο φύλακας που καταδίωξε έναν από τους δράστες, με αποτέλεσμα να του γλιστρήσει το «Τοπίο» του Μοντριάν, έδωσε στην Αστυνομία την περιγραφή ενός ψηλού και αδύνατου άντρα, ο οποίος φορούσε σκούρα ρούχα και δεν είχε καλυμμένο το πρόσωπό του.

Το σχέδιο της μεγάλης κλοπής, που εξελίχθηκε μεθοδικά σε εννέα ώρες, μπήκε σε εφαρμογή από το βράδυ της Κυριακής, τελευταίας ημέρας λειτουργίας της έκθεσης με τους «Αγνωστους θησαυρούς της Εθνικής Πινακοθήκης». Οι δράστες αναρριχήθηκαν από την πλαϊνή πλευρά του κτιρίου, προς την οδό Μιχαλακοπούλου, εκμεταλλευόμενοι ένα «νεκρό σημείο» στην ασφάλεια – δεν καλύπτεται από τις κάμερες ασφαλείας.

Στις 19.58 της Κυριακής οι δράστες αρχικά επιχείρησαν να παραβιάσουν μια συρόμενη αλουμινένια μπαλκονόπορτα που βρίσκεται στον ημιώροφο του κτιρίου. Με κατσαβίδι άνοιξαν την πόρτα, μπροστά από την οποία βρισκόταν μια ξύλινη προθήκη με κρεμασμένους πίνακες. Μεταξύ της μπαλκονόπορτας και της προθήκης υπήρχε ένα κενό 50 εκατοστών. Ο συναγερμός αμέσως χτύπησε και ο φύλακας, ο οποίος βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου, ανέβηκε στον επάνω όροφο για να δει τι προκάλεσε την ενεργοποίηση του συναγερμού.

Προχώρησε σε έλεγχο των χώρων χωρίς να διαπιστώσει κάτι ύποπτο και ενημέρωσε την ιδιωτική εταιρεία φύλαξης, η οποία έχει αναλάβει την ασφάλεια της Εθνικής Πινακοθήκης, ότι επρόκειτο για λάθος συναγερμό. Λίγη ώρα αργότερα ακολούθησε και νέο χτύπημα του συναγερμού από άλλο σημείο του κτιρίου. Ο φύλακας και πάλι έλεγξε τον χώρο, όπου δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση και ακολούθως ενημερώθηκε η εταιρεία φύλαξης.

Οι δράστες ενεργοποίησαν συνολικά πέντε φορές τον συναγερμό της Εθνικής Πινακοθήκης, επιχειρώντας αντίστοιχο αριθμό παραβιάσεων. Οι συναγερμοί αποδόθηκαν σε δυσλειτουργία του συστήματος, που θα ελεγχόταν το πρωί από ηλεκτρολόγο.

Ανύπαρκτους χαρακτήρισε τους κανόνες ασφαλείας του κτιρίου και της φύλαξης τόσο σημαντικών πολιτιστικών θησαυρών ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Χρήστος Παπουτσής, που έθεσε θέμα για τη μη έγκαιρη ενημέρωση των διωκτικών Αρχών.

«Υπήρξε μόνο ένας φύλακας, ο οποίος ήταν μέσα στο μουσείο, και ενώ άκουσε τέσσερις- πέντε φορές τον συναγερμό να χτυπάει ενημέρωσε την αρμόδια ιδιωτική ασφάλεια που φυλάσσει το μουσείο, και προφανώς η αντίδρασή τους ήταν πάρα πολύ καθυστερημένη», είπε ο Χρήστος Παπουτσής. Αστυνομικοί της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας εκτιμούν ότι οι δράστες ήθελαν με την ενεργοποίηση του συναγερμού να χρονομετρήσουν την ώρα που χρειαζόταν ο φύλακας για να βρεθεί από το φυλάκιο στον όροφο των εκθεμάτων.

Ο δράστης – τον οποίο ο φύλακας κατέθεσε ότι τον καταδίωξε – με «χειρουργικές» κινήσεις αφαίρεσε τους τρεις πίνακες από τις κορνίζες τους. Το σύστημα ανίχνευσης κίνησης εντόπισε τον κλέφτη και ο συναγερμός για μία ακόμη φορά ενεργοποιήθηκε. Θεωρώντας ότι επρόκειτο για μία ακόμη εμπλοκή του συστήματος ο φύλακας ξεκίνησε, όπως παραδέχτηκε στους αστυνομικούς, λίγο πιο νωχελικά. Από τις εσωτερικές κάμερες ασφαλείας προέκυψε ότι χρειάστηκε χρονικό διάστημα 7 λεπτών για να βρεθεί στην αίθουσα.

Την ώρα εκείνη ένας από τους δράστες εγκατέλειπε την Πινακοθήκη. Ο φύλακας τον κυνήγησε και από τον κλέφτη έπεσε ένας πίνακας του Μοντριάν, καθώς και η φαλτσέτα που χρησιμοποίησε για να αποσπάσει τα έργα από τις κορνίζες τους.

Το εργαλείο έχει μεταφερθεί στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. για να γίνει ανάλυση DNA και αποτυπωμάτων. Η Αστυνομία επίσης εξετάζει και τις κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας που βρίσκονται γύρω από το κτίριο προκειμένου να διαπιστωθεί με ποιο τρόπο ο δράστης διέφυγε από το κτίριο.