Παραμονή Πρωτοχρονιάς, Σάββατο πρωί, γύρω στις εννέα, η οδός Ακαδημίας είναι σχεδόν άδεια. Στο αριστερό πεζοδρόμιο, όπως ανεβαίνουμε, έξω από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα βήματα της υπέργηρης κυρίας που κρατάει το «Π» είναι μικρά και αργά. Τη συνοδεύει ένας νέος άνδρας που την ακουμπάει προστατευτικά στις πλάτες, ενώ το βλέμμα του ακτινοβολεί ευφρόσυνα, σάμπως να συμπαρίσταται σε κάτι εξαιρετικό που του συμβαίνει. Περίπου σαν να νιώθει προνομιούχος που του έλαχε να συνοδεύει την – ας ελπίσουμε περιστασιακά – ανάπηρη γυναίκα. Ο νέος άνδρας δεν είναι κανένας «ζαβός», κακοφτιαγμένος και κακομούτσουνος ώστε, στα αζήτητα καθώς είναι, να μην είχε κάτι άλλο να κάνει την παρούσα στιγμή. Αντίθετα, είναι τόσο γοητευτικός που, σε συνδυασμό με την έκδηλη χαρά για τη βοήθεια προς την υπέργηρη κυρία, συμπεραίνεις ότι είναι συγγενής της και μάλιστα στενός.

Αν τολμούσαμε να σημειώσουμε ως τίτλο πριν από μερικά χρόνια το «πολιτική ή ανθρωπιά;», σίγουρα θα υπήρχαν πολλοί που θα γίνονταν έξαλλοι γιατί διανοηθήκαμε να διαχωρίσουμε την έννοια της πολιτικής από την αντίστοιχη της ανθρωπιάς. Αν θα ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει ανθρωπιά χωρίς πολιτική συνείδηση! Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο νερό χρειάστηκε να κυλήσει στον Τάμεση ή στον δικό μας Αλιάκμονα για να συνειδητοποιήσουμε – χάρη βέβαια σε όλες αυτές τις ανατροπές που έχουν συμβεί παγκόσμια – πως οι δυο έννοιες κάθε άλλο παρά αλληλένδετες είναι ή, ακόμα καλύτερα, ότι πρόκειται για μια σύνδεση που λειτούργησε παραπλανητικά.

Για να μην προσθέσουμε το ακόμη χειρότερο πως η πολιτική λειτούργησε εις βάρος της ανθρωπιάς, με την έννοια ότι η έντονη πολιτικοποίηση χρησίμευσε ως άλλοθι ώστε, σε περίπτωση που συμπεριφερόταν κανείς απάνθρωπα, να λογαριάζεται συχνά πως ήταν προς όφελος των άλλων. Αν μας ενδιέφερε μόνο ένας σκέτος και καθαρός ανθρωπισμός, ίσως να μην είχαμε θρηνήσει τόσα θύματα όσα δημιούργησε ένας ανθρωπισμός που συνδυάστηκε με μια πολιτική ή ηθική ιδεολογία. Αν είχαμε να λογοδοτήσουμε για τις πράξεις μας χωρίς άλλη αναφορά παρά μόνο σε έναν συγκεκριμένο και ακαπέλωτο ανθρωπισμό, δεν θα υπήρχε καμιά δικαιολογία για τα εγκλήματά μας.

Γιατί ο μαρξισμός που άνοιξε τόσους ορίζοντες στον κόσμο απέφερε δυστυχώς και έναν Στάλιν, ενώ ο χριστιανισμός με τα τόσα θαυμαστά που τον χαρακτήρισαν περιέλαβε στους κόλπους του ακόμη και δικτάτορες, «Ελλάς ελλήνων χριστιανών», κ.λπ. Είναι άπειροι οι πολιτικοποιημένοι επίγονοι που κλείσανε τους γονείς τους στα γηροκομεία καθώς με το άλλοθι της πολιτικοποίησής τους θα ήταν αδύνατον να τους προσάψει κανείς αδιαφορία για τα κοινωνικά δρώμενα, έστω και αν στον ιδιωτικό τους χώρο είχαν συμπεριφερθεί ελεεινά.

Οπως κάθε κρίση δημιουργεί τα αντίδοτα για την καταπολέμησή της, ίσως σε περίοδο ακμής των πολιτικών ιδεολογιών ο νέος άνδρας της οδού Ακαδημίας να μην αισθανόταν τόσο έντονα την ανάγκη για την προστασία της υπέργηρης γυναίκας, αφού τόσα άλλα πολιτικώς σημαντικά θα τον διεκδικούσαν. Βέβαια θα ήταν αδύνατο ακόμη και να διανοηθούμε για τη γενιά μας ότι θα φτάναμε να πιστέψουμε ότι το να ανακουφίζεις πρακτικά έναν άνθρωπο που πάσχει είναι μεγαλύτερη συμβολή για την καλυτέρευση του κόσμου σε σχέση με πολλούς που μπορεί να σε χρειάζονται, αλλά τελικά μόνο θεωρητικά μπορείς να τους βοηθήσεις. Αν το σκεφτούμε όμως καλύτερα, θα καταλάβουμε πως αυτή είναι η λύση του – κάθε – προβλήματος.

Αν βοηθούσαμε όλοι μας – στον βαθμό των δυνατοτήτων του ο καθένας – οποιονδήποτε άνθρωπο ερχόμαστε σε μόνιμη, προσωρινή ή τυχαία επαφή μαζί του, θα δημιουργούνταν παγκόσμια δυο μόνο τάξεις ανθρώπων: των βοηθούντων και των βοηθουμένων. Τελικά όμως τα σύνορα θα εξαφανίζονταν σταδιακά ανάμεσά τους, αφού ακόμα και ο έσχατος σε αυτή τη ζωή, ο φτωχός, ο πρόσφυγας, ο ανάπηρος, κάτι έχει πάντα να μας προσφέρει. Κάτι ελάχιστο, είτε ηθικό είτε ψυχικό, που τόσο όμως το χρειαζόμαστε.