Σε άλυτη εξίσωση μόνο με άγνωστους συντελεστές κατέληξαν οι καταγγελίες των δύο οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη. Τα «πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα» και οι «ποικιλώνυμοι εκφραστές τους», που οι ίδιοι οι εισαγγελείς πρώτοι έθεσαν επί τάπητος με την επιστολή τους ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου, δεν αποκαλύφθηκαν από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης.

Αντ’ αυτού προσδιόρισαν τα αίτια της παραίτησής τους στην «επιχειρηθείσα νομοθετική κατάργησή τους». Οταν έφτασαν στο κεφάλαιο των αναμενόμενων αποκαλύψεων, μόνοι τους το έκλεισαν χωρίς να γράψουν κανένα όνομα. «Δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και πασίδηλο, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητας», ανέφεραν χαρακτηριστικά στο υπόμνημά τους.

Με ρυθμούς ασυνήθιστα ταχείς για τα δεδομένα της Δικαιοσύνης, η έρευνα ολοκληρώθηκε και τέθηκε στο αρχείο, καθώς από τις προφορικές εξηγήσεις και το υπόμνημα των δύο συναδέλφων του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτης Μακρής, ο οποίος τη διενήργησε, έθεσε τον φάκελο στο αρχείο.

«Εχω την εκτίμηση ότι η αίτησή τους υπήρξε παρορμητική και εκπορεύθηκε από την υπερβολική ευαισθησία τους και από την αδιαπραγμάτευτη προσήλωσή τους, όπως πιστεύουν, στην εκτέλεση του καθήκοντός τους», καταλήγει στο πόρισμά του ο ανώτατος εισαγγελέας. Και συμπληρώνει ότι, κατά την κρίση του, «δεν προέκυψε πως επιχειρήθηκε παρέμβαση στο έργο τους από οποιονδήποτε και παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ή ιδιαίτερη επεξήγηση του κειμένου της αίτησης για την αντικατάστασή τους».

Δικαστικοί και νομικοί κύκλοι έθεταν σημαντικά ερωτήματα για όσα συνέβησαν: «Αν πράγματι ο κυρίαρχος λόγος της παραίτησης ήταν η προωθούμενη αλλαγή στον θεσμό του οικονομικού εισαγγελέα, είναι δυνατόν οι εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας να αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο στη βούληση του νομοθέτη; Και σε ποιαν άλλη περίπτωση πάλι ο νομοθέτης προ του ενδεχομένου παραίτησης εισαγγελέα αποφάσισε να… βάλει νερό στο κρασί του και να ξανασκεφτεί την προώθηση κάποιας νομοθετικής ρύθμισης; Μήπως τελικά η αλήθεια δεν αποτυπώνεται στα έγγραφα;», έλεγαν χαρακτηριστικά.

Σε ό,τι πάντως αφορά το ακανθώδες, όπως εξελίχθηκε, αυτό ζήτημα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει σταθερή θέση. «Το νομοθετικό πλαίσιο του θεσμού για τον βαθμό του οικονομικού εισαγγελέα είναι μελετημένο, έχει λειτουργήσει άριστα και δεν υπάρχει λόγος για την τροποποίησή του», όπως επισημαίνεται από την πλευρά της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Θέση σε όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες πήρε με δήλωσή του και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης, ο οποίος με τη θεσμική του ιδιότητα είχε δημιουργήσει τον θεσμό του οικονομικού εισαγγελέα. Με αυτή την αφετηρία δήλωσε ότι «τους νεοπαγείς θεσμούς οφείλουμε όλοι να προστατεύσουμε και πρώτοι ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και ο αναπληρωτής του, οι οποίοι οφείλουν να αποκαλύψουν ποιοι επενέβησαν στο έργο τους, αν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβη. Η υπόθεση δεν μπορεί να κλείσει βιαστικά και χωρίς πλήρη γνώση όλων των δεδομένων».

Τι έλεγαν οι εισαγγελείς στην επιστολή παραίτησής

n «Δεν επιδιώξαμε να γίνουμε αρεστοί ούτε να εξασφαλίσουμε ανοχές των παντός είδους πολυποίκιλων οικονομικών συμφερόντων, έναντι των οποίων η συγκρουσιακή μας πορεία με γνώμονα τη νομιμότητα ήταν δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη»

n «Επειδή ουδέποτε επιδιώξαμε θέσεις και αξιώματα δεν δεχόμαστε να είμαστε εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ’ υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δε, δεν δεχόμαστε να αποτελέσουμε ένα άλλοθι σε μια θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους, που δραστηριοποιούνται στην γκρίζα ζώνη του οικονομικού εγκλήματος»

Τι λένε στο υπόμνημά τους

n «Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζόμενους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος»

n «Δεν έχει νόημα να επικεντρωθούμε και εστιάσουμε σε κάτι που ναι μεν συμβαίνει (και είναι γνωστό σε όλους ότι συμβαίνει), ουδόλως όμως μας επηρεάζει στη δικαστική υπηρεσιακή μας αποστολή, αγνοώντας παραλλήλως και παραγνωρίζοντας εκείνο το οποίο δεν μας επηρεάζει απλώς, αλλά κυριολεκτικώς μας εξουδετερώνει και μας καταργεί (σ. σ. τη νομοθετική ρύθμιση)»