Ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου του 1943. Οι καμπάνες στα Καλάβρυτα χτυπούν δαιμονισμένα. Στο σπίτι του Βασίλη Αναστόπουλου η γυναίκα του Ολγα βρίσκεται στις ωδίνες. Οι καμπάνες είναι το προσκλητήριο θανάτου που έχουν σημάνει οι Γερμανοί για τους άνδρες της περιοχής: καλούν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο σχολείο. Με μια κουβέρτα και τρόφιμα για μία μέρα ο καθένας. Ο Βασίλης Αναστόπουλος κρύβεται στο πατάρι και περιμένει να ακούσει το κλάμα του δεύτερου παιδιού του. Πήρε τη νεογέννητη κόρη του μία και μοναδική φορά στην αγκαλιά του. Χάιδεψε και φίλησε τη γυναίκα του που είχε μόλις φέρει στο σπίτι του μια νέα ζωή και λίγο αργότερα ενώθηκε με τους άλλους άνδρες των Καλαβρύτων, τους οποίους οι Γερμανοί οδήγησαν στη Ράχη του Καππή, αφήνοντας τα γυναικόπαιδα στο σχολείο. Εκτελέστηκε μερικές ώρες αργότερα.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ. Το «μωρό της σφαγής» είναι η 68χρονη σήμερα Βασιλική Αναστοπούλου – Κατσίνη. Πήρε το όνομα του πατέρα της. Δεν γιόρτασε ποτέ τα γενέθλιά της αφού γεννήθηκε την ημέρα του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων. Οπως λέει, ήταν περίπου πέντε-έξι χρονών όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί στον τόπο της και γιατί είχε μόνο τη μητέρα της, η οποία ήταν μόλις 25 χρονών τη μέρα που χήρεψε. Μεγάλωσε, όπως και όλα τα παιδιά των Καλαβρύτων, ανάμεσα σε μαυροφορεμένες μάνες κι αδελφές. Ανάμεσα στις γυναίκες που μετά τη σφαγή είχαν σπεύσει στη Ράχη του Καππή, τον τόπο της εκτέλεσης, για να ξεχωρίσει η καθεμία τον δικό της νεκρό. Στις σχολικές αίθουσες των Καλαβρύτων ήταν συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια τα παιδιά να μεγαλώνουν μόνο με τις μανάδες τους. «Πολλοί ήταν οι συμμαθητές μου που μεγάλωναν, όπως κι εγώ, με το ίδιο αίσθημα της θλίψης. Μας ακολουθεί πάντα. Υπάρχει πάντα αυτό το αίσθημα της αδικίας, της έλλειψης», λέει. Η συνύπαρξη στα σχολικά θρανία με παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς τους επέτεινε τη θλίψη, λέει. «Στα Καλάβρυτα ήταν πολλοί οι διορισμένοι εκεί υπάλληλοι, τα παιδιά τους ήταν μαζί με μας στα σχολεία». Η Βασιλική Κατσίνη νιώθει πιο έντονα την ιστορία του τόπου της – νιώθει ίσως κομμάτι αυτής της ιστορίας, αφού η ζωή της συνδέθηκε με τόσο τραγικό τρόπο με τη σφαγή. «Τη μέρα που τους σκότωσαν, εγώ γεννήθηκα…», φώναξε κάποιες φορές, μαθήτρια ακόμη, στις επετείους μνήμης στη Ράχη του Καππή. «Η μέρα των γενεθλίων είναι μέρα χαράς για κάθε παιδί. Για μένα όμως ήταν και θα είναι πάντα μέρα πένθους και θλίψης». Η κ. Κατσίνη θυμάται ακόμη τον σύζυγό της να αντιλαμβάνεται την ιδιαίτερη αναστάτωσή της αυτές τις μέρες του Δεκεμβρίου, όταν ακόμη τα δύο τους παιδιά ήταν μικρά. «Να είστε φρόνιμοι, η μαμά είναι στενοχωρημένη», τους έλεγε.

Η Βασιλική Κατσίνη δεν έχει λείψει σχεδόν ποτέ από τις εκδηλώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στις 13 Δεκεμβρίου, στα Καλάβρυτα. Είναι ίσως ο δικός της τρόπος για να βρίσκεται κοντά στον πατέρα της, που τον γνώρισε μόνο από τις περιγραφές. «Νιώθω σαν να έχω ζήσει τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Είναι σαν να έχω στα μάτια μου τις εικόνες της εισβολής των Γερμανών, της συγκέντρωσης στο σχολείο, της εκτέλεσης. Νιώθω σαν να έχω ζήσει τις στιγμές που γυναίκες έψαχναν να βρουν τους νεκρούς τους κι έπειτα έσκαψαν με τα χέρια τους ρηχούς τάφους για να τους κηδέψουν. Οπως όπως, αφού ακόμη κι οι παπάδες είχαν εκτελεστεί».

Σε τόπους όπως τα Καλάβρυτα, το Δίστομο, οι άνθρωποι γίνονται ένα με την ιστορία. Ζυμώνονται με τις διηγήσεις, ακούνε και μεγαλώνουν με τις περιγραφές που δεν αφορούν γενικώς τους Καλαβρυτινούς, τους Διστομίτες, αλλά αφορούν τον πατέρα, τον αδελφό, τον δικό τους άνθρωπο. Ετσι, όταν η Βασιλική Κατσίνη περιγράφει την εισβολή των Γερμανών στις 9 Δεκεμβρίου του ’43, είναι σαν να διηγείται προσωπικές της μνήμες. Λέει για τον ασφυκτικό κλοιό που έφτιαξαν γύρω από την πόλη, ώστε κανείς να μην μπορέσει να ξεφύγει. Μιλά για τη συγκέντρωση στο σχολείο – που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος -, εκεί όπου τότε έγινε ο αποχωρισμός. Ολα τ’ αγόρια άνω των 14 ετών ακολούθησαν τους άνδρες της περιοχής στην εκτέλεση. Οπως λέει, οι Γερμανοί είχαν επιλέξει τον κοντινό λόφο – τη Ράχη του Καππή – προσεκτικά. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Λίγο αργότερα η πόλη και όλα τα γύρω χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ με το τρενάκι του οδοντωτού άλλοι Γερμανοί μετέφεραν ό,τι πολύτιμο υπήρχε στα σπίτια της περιοχής, μετά το πλιάτσικο στο οποίο επιδόθηκαν.

Περίπου 800 άνθρωποι δολοφονήθηκαν εκείνη τη μέρα. Την ώρα που η φωτιά τύλιγε διαδοχικά τα σπίτια των Καλαβρύτων, η μαμή που είχε ξεγεννήσει τη μάνα της Βασιλικής Κατσίνη πήρε το βρέφος στην αγκαλιά και βγήκε στην πόρτα. Στον επικεφαλής αξιωματικό έδωσε να καταλάβει ότι το βρέφος μόλις είχε γεννηθεί. Αυτός διέταξε να προσπεράσουν το σπίτι της λεχώνας – κι έμεινε το μόνο αλώβητο από τη φωτιά.

«Για μας εδώ στα Καλάβρυτα, η Βασιλική ήταν η ζωή μέσα από τις στάχτες. Το μωρό της σφαγής», λέει η Καλαβρυτινή Γιώτα Κωνσταντοπούλου. Η ίδια αφιέρωσε τη ζωή της στη δημιουργία του Μουσείου, αφού μεταξύ των εκτελεσθέντων της 13ης Δεκεμβρίου ήταν τα δύο αδέλφια της.

ΤΟ ΧΡΕΟΣ. «Η Γερμανία δεν έχει πληρώσει για τις θηριωδίες», λέει η κ. Κατσίνη, συνταξιούχος υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, σήμερα. Μιλά με πείσμα και έκδηλη συγκίνηση. «Αν η Γερμανία είχε πληρώσει ό,τι χρωστούσε, τώρα η χώρα μας δεν θα είχε το χρέος που έχει. Ομως κανείς δεν διεκδίκησε…». Αρκετά χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, το γερμανικό κράτος προσέφερε εκπαίδευση στη Γερμανία σε παιδιά θυμάτων. Η Βασιλική Κατσίνη είχε τελειώσει τότε το γυμνάσιο και ήταν ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά. «Δεν άντεξα. Εμεινα στη Γερμανία περίπου δύο μήνες. Δεν μπορούσα όμως, δεν άντεχα στην ιδέα ότι ήμουν στη χώρα που μου είχε στερήσει τον γονιό μου, που είχε βάλει φωτιά στον τόπο μου», λέει. Επέστρεψε στην Ελλάδα και λίγο καιρό αργότερα ήρθε ο διορισμός της στο Ειρηνοδικείο του Αιγίου. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί, παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο και μια κόρη. Σήμερα είναι γιαγιά τεσσάρων εγγονιών.