«Εάν ένας άνδρας ήταν σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν για επτά χρόνια, εάν είχε εκλεγεί τέσσερις φορές βουλευτής και είχε χρηματίσει τρεις φορές υπουργός, εάν είχε νικήσει τον πρωθυπουργό στις τοπικές εκλογές όπως έκανα εγώ, θα αμφέβαλλε ποτέ κανείς για την αξία του;». Στο ερώτημα που είχε διατυπώσει ρητορικά η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, η απάντηση είναι προφανής. Ενα τέτοιο βιογραφικό θα έκανε οποιονδήποτε άνδρα πολιτικό να αντικρίζει με αισιοδοξία το επαγγελματικό του μέλλον. Η ίδια, όμως, κλείνει τον κύκλο της στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γαλλίας με ένα ταπεινωτικό 7% στον πρώτο γύρο των σοσιαλιστικών primaires, πολύ πίσω από τον πρώην σύντροφό της και πατέρα των τεσσάρων παιδιών της, Φρανσουά Ολάντ, την άσπονδη συντρόφισσα Μαρτίν Ομπρί που της έκλεψε την αρχηγία στο κόμμα, αλλά ακόμη και τον πολέμιο της παγκοσμιοποίησης Αρνό Μοντεμπούρ που ανταμείφθηκε για τις ιδέες του με ένα απρόσμενο 17%.

Αυτό το 7% και η προτελευταία θέση μεταξύ των υποψηφίων για το χρίσμα των Σοσιαλιστών έπεσαν σαν βαριά ταφόπλακα στην καριέρα μιας πολιτικού που φιλοδόξησε να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος στην ιστορία της Γαλλίας. Οι λίγες χιλιάδες ψήφοι από τους φίλους του PS τίναξαν στον αέρα την κληρονομιά των 17 εκατομμυρίων ψήφων που κουβαλούσε η Σεγκολέν Ρουαγιάλ από τις προεδρικές εκλογές του 2007. Η υποψήφια των Σοσιαλιστών δεν σκόνταψε τότε μόνο στην ορμή του Νικολά Σαρκοζί. Κατ’ αρχάς, πλήρωσε την αδυναμία των Σοσιαλιστών να εμφανίσουν ένα αρραγές μέτωπο απέναντι στον δεξιό υποψήφιο, με αποτέλεσμα να πληγεί η αξιοπιστία της κυβερνητικής της πρότασης. Πώς θα κυβερνούσαν κάποιοι που δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους; Αλλά έπεσε και θύμα μιας κάποιας φαλλοκρατικής Γαλλίας που δυσκολευόταν να δει στον ρόλο του αρχηγού του κράτους μια γυναίκα. «Και τώρα ποιος θα προσέχει τα παιδιά της;» είχε σχολιάσει δηκτικά το 2006 ο Λοράν Φαμπιούς όταν έχασε το χρίσμα από τη Σεγκολέν σε εκείνες τις προκριματικές.

Σε μια χώρα που η ανδρική οργή αντιστοιχίζεται με τη γυναικεία υστερία, η Ρουαγιάλ ήταν σαν να παλεύει με ανεμόμυλους. «Μαντάμ, μην εκνευρίζεστε, ηρεμήστε» την νουθετούσε σε προεκλογικό ντιμπέιτ ο Νικολά Σαρκοζί με προσποιητή γαλατική ευγένεια και μία δόση ειρωνείας. «Εξοργίζομαι, αλλά η οργή μου είναι υγιής» απαντούσε εκείνη. Αν υπάρχει ένα κομβικό σημείο όπου αρχίζει η πτώση, βρίσκεται κάπου εκεί. Εως τότε η Σεγκολέν Ρουαγιάλ ήταν το πρότυπο της γυναίκας που κάνει τους άλλους να αναρωτιούνται πώς τα καταφέρνει όλα.

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΛΑΝΤ. Τα χρόνια δίπλα στον Μιτεράν, οι επιτυχείς εκλογικές αναμετρήσεις για τη Βουλή, οι υπουργικές θητείες είναι το μισό βιογραφικό. Το άλλο μισό είναι τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας υπό την κηδεμονία ενός υπερσυντηρητικού στρατιωτικού πατέρα, η επιτυχία στη φημισμένη Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, η γνωριμία με τον Ολάντ, οι σχεδόν τρεις δεκαετίες κοινής ζωής, τα τέσσερα παιδιά. Μια ευτυχισμένη προσωπική ζωή που πορευόταν με την επαγγελματική επιτυχία χωρίς ίχνος σύγκρουσης.

Ή μήπως υπήρχε και η άλλη πλευρά του φεγγαριού; Η κοινή γνώμη θα ανακάλυπτε αυτή τη σκοτεινή πλευρά σχεδόν αμέσως μετά την ήττα στις προεδρικές εκλογές του 2007. Γιατί στα πολιτικοδημοσιογραφικά σαλόνια του Παρισιού ήταν γνωστό πολύ πριν την ημερομηνία των εκλογών ότι το μόνο που ένωνε πια το ζεύγος ήταν η φιλοδοξία της Σεγκολέν να κατακτήσει το Μέγαρο των Ηλυσίων. Ο Φρανσουά Ολάντ είχε ήδη παραδοθεί στην αγκαλιά της δημοσιογράφου Βαλερί Τριελβελέρ. Ως πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος αλλά και ως σύντροφος, έστω και τύποις, έκανε λίγα έως ελάχιστα για να στηρίξει τη Ρουαγιάλ στη μάχη των εκλογών. Εναν μήνα μετά την ήττα, κι ενώ οι Σοσιαλιστές έχαναν και στις βουλευτικές εκλογές, το ζεύγος ανακοίνωσε τον χωρισμό του.

ΗΤΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΠΡΙ. Από τότε η Σεγκολέν Ρουαγιάλ προσπάθησε να σηκωθεί δυο φορές. Την πρώτη διεκδίκησε την αρχηγία του Σοσιαλιστικού Κόμματος απέναντι στην Μαρτίν Ομπρί. Ο Ολάντ δεν έδειξε, ούτε υπαινίχθηκε ποτέ, ποια από τις δυο κυρίες θα ήθελε να τον διαδεχθεί. Δόθηκε μια σκληρή μάχη, με πολλά χτυπήματα κάτω από τη μέση, η οποία κρίθηκε στις λεπτομέρειες. Στο τέλος, ο διαιτητής ύψωσε στο ρινγκ το χέρι της Ομπρί. Η Ρουαγιάλ κατήγγειλε κλοπή χωρίς να αποδεχθεί ποτέ το αποτέλεσμα. Κι ετοιμάστηκε για τη διπλή εκδίκηση. Ως γνήσια κόρη στρατιωτικού, πορεύτηκε στη μάχη με καλό ηθικό και αξιοσημείωτη πειθαρχία. Οργωσε τη Γαλλία από τη μια άκρη ώς την άλλη με ιεραποστολική διάθεση κι ένα εντελώς διαφορετικό μπακγκράουντ προσωπικής ζωής: «Δεν έχω κανέναν επίσημο σύντροφο, ζω μόνη, με τις δυο μου κόρες» δήλωνε. «Θέλω να ξέρουν οι Γάλλοι ότι θα τους αφιερωθώ πλήρως». Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ δεν έπεισε και δεν μπόρεσε να σηκωθεί ούτε αυτή τη φορά. Στην πολιτικό απέμεινε μόνο η θέση του κυβερνήτη στο Πουατού Σαρέντ, μια περιφέρεια με «ωραία εξοχή, πολλά κάστρα και πόλεις – μουσεία» όπως λένε κάποιοι άσπονδοι φίλοι της. Και στη γυναίκα, η βεβαιότητα ότι ο δρόμος της ισότητας στη γαλατική επικράτεια είναι ακόμη μακρύς.