Με εντυπωσίασε η πρόσφατη αναφορά του Στέλιου Ράμφου στην τηλεοπτική εκπομπή «Στα άκρα»: η «Γενιά του Πολυτεχνείου» είναι αγράμματη, γι’ αυτό και έκαμε τους σημερινούς Ελληνες αγράμματους, υποστήριξε ο κ. Ράμφος με τόσην έμφαση ώστε αποκλείω να υπονοούσε την κατάργηση του πολυτονικού αποκλειστικά και μόνον.

Τρεις εμβληματικές φυσιογνωμίες του «Πολυτεχνείου» έχουν ωστόσο γόνιμη σχέση με τα γράμματα: Ανδρουλάκης, Δαμανάκη, Λαλιώτης. Ο πρώτος είναι διακεκριμένος στοχαστής και συγγραφέας, η Δαμανάκη μιλούσε και έγραφε ανέκαθεν άπταιστα ελληνικά και ο τρίτος, πέραν των εκπασοκισμένων Carmina burana, απεσύρθη και βιοπορίζεται ως υπεύθυνος δόκιμης εκδοτικής σειράς. Για να μείνω σ’ αυτούς, έχουν αναλάβει στο παρελθόν υψηλές κομματικές θέσεις που ευκολύνουν να διαπιστώσουμε ότι έχει συμβεί το αντίθετο από εκείνο που ισχυρίζονται οι ετερόκλητοι πολέμιοι: η «Γενιά του Πολυτεχνείου» δεν κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πολιτική και μάλιστα ηττήθηκε από τα κουτσογιωργικά, τα κολιγιαννο-φλωρακικά και τα κουκουεσωτερικά κατεστημένα. Αν σε κάτι μπόρεσε να επηρεάσει δραστικά την πολιτική ζωή της χώρας η «Γενιά», είναι η αμφισβήτηση ως διαρκές γνώρισμα του πολιτικού στοχασμού καθώς και η ακραία πρακτική των καταλήψεων. Γιατί το τοτινό «Πολυτεχνείο» ήταν επίσης κατάληψη, όχι όμως ως προτιμητέα λύση παρά επειδή η απεργία ήταν απαγορευμένη και η διαμαρτυρία ανοιχτού χώρου είχε κατασταλεί, ενώ οι σημερινές καταλήψεις πανεπιστημίων, σχολείων, υπουργείων και πλατειών είναι ευτελιστικές γιατί τις απεργίες και τις ανοιχτές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις δεν τις διώκει κανένας. Ο πιθηκισμός διαφέρει από τη δημιουργική μίμηση.

Η τάση προς απαξίωση του «Πολυτεχνείου» ενισχύεται τελευταία, στα πλαίσια της συνολικής έκρυθμης κατάστασης. Εκτός από τις σποραδικές αναφορές στην αρθρογραφία των εφημερίδων, χαρακτηριστική ήταν και η δημοσιευθείσα ανακοίνωση της ΔΑΠ/ΝΔΦΚ που επέκρινε την «Γενιά του Πολυτεχνείου» για όλα τα δεινά της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (κατονομαζόταν μάλιστα η υπουργός Παιδείας, μολονότι απείρως – μα και εμφανώς! – νεότερη από τους εξηντατοσάρηδες της επίμαχης «Γενιάς»• ενώ ευλόγως, βεβαίως, παρέλειψε η ΔΑΠ να κατονομάσει τον υπονοούμενο στόχο της, τον πολιτικό σύμβουλο του σημερινού προέδρου της ΝΔ Χρύσανθο Λαζαρίδη, ο οποίος δεν ήθελε καταλήψεις στα πανεπιστήμια). Υποθέτω ότι έμμεσες είτε ευθείες επιθέσεις κατά του «Πολυτεχνείου», που πυκνώσαν τελευταία, ώθησαν τον Ριχάρδο Σωμερίτη να αφιερώσει εσχάτως στο ζήτημα ένα σχόλιο όπου μεταξύ άλλων γράφει: «Αλλά ποιο είναι το σωστό: οι όσοι αντιστάθηκαν στη δικτατορία να κλειστούν ερµητικά στα σπίτια τους εκχωρώντας τη δηµόσια ζωή σε όσους λιποψύχησαν;» («Το Βήμα», 9 Οκτ. 2011).

Η «Εξέγερση του Πολυτεχνείου» έχει αποτιμηθεί ως πολιτικό συμβάν και θα αξιολογηθεί αντικειμενικά από την πολιτική μας ιστορία. Σκοπεύω να σχολιάσω ωστόσο την προκείμενη του «Πολυτεχνείου», ότι δηλαδή η μεταπολίτευση υπήρξε περίοδος καταστροφική για τη χώρα λόγω εσφαλμένης οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων και λόγω διαφθοράς, σκανδάλων και άλλων ομοειδών επιφαινομένων που εκδηλώνονται στις περιόδους επικυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν δικαιούμαστε όμως να είμαστε επιλεκτικοί εφόσον καταστροφολογούμε γενικώς και αορίστως• θυμίζω λοιπόν, πρώτον, ότι στη δεκαετία του ’60 οι επιθέσεις εναντίον της πολιτικής και των «φαυλεπίφαυλων» πολιτικών ευκόλυναν την επιβολή της δικτατορίας και, δεύτερον, ότι στη μεταπολίτευση η αναβάθμιση των προχουντικών πολιτικών κομμάτων από φεουδαλικών σε δημοκρατικά με θεσμούς και κανονιστικές λειτουργίες (προ Μητσοτάκη, για παράδειγμα, το ιδρυτικό της ΝΔ δεν προέβλεπε καν διαδικασίες διαδοχής για το αξίωμα του προέδρου του κόμματος), η κατάργηση των διακρίσεων με βάση τα πολιτικά φρονήματα, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, η ένταξη στην ευρωζώνη, η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, η Εγνατία Οδός, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ είναι παραδείγματα μεταπολιτευτικών επιτεύξεων. Καταστροφές όπως αύξουσα φοροδιαφυγή, διαφθορά και σκάνδαλα είχαμε και έχουμε πολλά• άλλο αυτό όμως και διαφορετικό η απόλυτη απαξίωση που συσκοτίζει τις θετικές όψεις της σημερινής Ελλάδας. Με αυτά τα δεδομένα, η βασική προϋπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεται η ολοσχερής καταδίκη της «Γενιάς του Πολυτεχνείου» δεν ευσταθεί.

Μία ακόμη πτυχή του ζητήματος είναι ότι, στον βαθμό που καταστροφολογούμε για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η πολιτιστική της όψη δεν μένει άκριτη και αλώβητη. Το Μουσείο της Ακρόπολης, το Μέγαρο Μουσικής, η θαυμαστή αναβίωση και εξάπλωση του ρεμπέτικου τραγουδιού συνιστούν προστεθειμένες αξίες ή έχουν αναδυθεί ως πολιτισμικά αποκυήματα της μεταπολιτευτικής διαφθοράς του ύστερου καπιταλισμού; Πώς συμβαίνει, με άλλα λόγια, να έχει ακμάσει και να έχει εξευρωπαϊσθεί όσο ποτέ πριν η πολιτιστική μας ζωή τα τελευταία σαράντα χρόνια (αρκεί και μόνον την εκδοτική ανθοφορία, τα ιδρύματα και τα ανακαινισμένα μουσεία μας να θυμηθούμε) σε πείσμα της διαφθοράς που μας έδερνε, και μάλιστα χωρίς να υποστηρίζεται από μιαν ιδεολογική πλατφόρμα, προοδευτική είτε συντηρητική, αλλά πάντως έμφορτη γοήτρου και υπερταξικών αξιώσεων;

Εκτός κι αν καταστροφολογώντας για τη μεταπολιτευτική περίοδο συμπεριλάβουμε και την πολιτιστική παραγωγή, λ.χ. και τους στίχους του Γκάτσου• σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται ο Α. Εμπειρίκος: Μία γυναίκα κάποτε μας σταματά/ Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει («Οχθη»).

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com