«Η ελπίδα δεν βρίσκεται στην ιστορία, βρίσκεται στην αφήγηση». Ετσι κλείνει το σημείωμά του ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για την παράσταση του «Ηρακλή μαινόμενου» που παίζεται και απόψε στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία του – η τρίτη του στο θέατρο του Πολυκλείτου. Αυτές οι αόριστες φράσεις που φλερτάρουν με τη σημειωτική είναι οι αγαπημένες του σκηνοθέτη και ηθοποιού, από τους δύο κορυφαίους με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο του κινήματος της αποδόμησης και του θεάτρου της σωματικότητας στο ελληνικό θέατρο. Η εκτίμηση άλλωστε του Γιώργου Βέλτσου στο πρόσωπό του και η φιλία τους δεν είναι τυχαία.
Γόνος αστικής οικογένειας, γεννημένος στην Αθήνα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 όπως υπολογίζω – ο ίδιος δεν αναφέρει τη χρονιά της γέννησής του στα βιογραφικά του και όταν τον ρωτήσεις διαφεύγει με ένα «ας το αφήσουμε για έκπληξη» – ξεκίνησε να σπουδάσει βιολογία. Στη Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο ανακάλυψε το θέατρο. Και του αφιερώθηκε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ. Απόφοιτος της δραματικής σχολής Κατσέλη το 1981, την ίδια χρονιά κάνει το ντεμπούτο του στη σκηνή: ο επώνυμος ρόλος στον «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου. Ενας γοητευτικός νέος, όχι πολύ ψηλός, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αρκούντως νάρκισσος, που την ίδια χρονιά ντεμπουτάρει και στον κινηματογράφο: στην ταινία του Λάκη Παπαστάθη «Στον καιρό των Ελλήνων». Ως Μιχάλης Τόλης που είναι και το πραγματικό του όνομα.
Φύση ανήσυχη, πολύ σύντομα θα θελήσει να αποκτήσει δική του, αυτόνομη φωνή στον χώρο του θεάτρου. Η δεκαετία, άλλωστε, του ’80 είναι δημιουργική και ανανεωτική για τα ελληνικά θεατρικά πράγματα. Ιδρύει το 1983 την ομάδα «Διπλούς Ερως» που παίζει σε διάφορους χώρους. Περίπου τρία χρόνια μετά θα συναντήσει την Αμαλία Μουτούση. Θα γίνει η σύντροφος, η γυναίκα, η μούσα του και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ο μέντοράς της. Η μητέρα της, η Νόνικα Γαληνέα, θα τείνει χείρα βοηθείας και η Ομάδα θα στεγαστεί στο υπόγειο του «Ιλίσια» που η Νόνικα διαχειριζόταν: το «Ιλίσια Studio» έχει γεννηθεί.
Ο «Διπλούς Ερως», με τη στήριξη και των επιχορηγήσεων του υπουργείου Πολιτισμού, αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστός και να κάνει κοινό. Πάντα έρευνα, πάντα πειραματισμός, πάντα «κάτι διαφορετικό». Τα κείμενα είναι η αφετηρία μόνον, όχι ο σκοπός. Παραστάσεις πάντα με κάτι δικό τους αλλά όχι για το «ευρύ κοινό».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, πάντως, δεν κλείνεται ασφυκτικά στους τέσσερις τοίχους του υπόγειου. Επιλεκτικά κάνει ρόλους και εκτός της ομάδας. Κάνει και σινεμά, επίσης επιλεκτικά – στην ταινία «Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα» της Στέλλας Θεοδωράκη μια σκηνή στην οποία αυνανίζεται ρεαλιστικότατα σοκάρει.
Το 1997 Μιχαήλ Μαρμαρινός και «Διπλούς Ερως» αλώνουν την Επίδαυρο. Με «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Κλυταιμνήστρα είναι η Νόνικα Γαληνέα. Η Ηλέκτρα με τα δεμένα μεταξύ τους, στους αστραγάλους, πόδια, που αναγκαστικά χοροπηδάει στην ορχήστρα στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ξενίζει – μεταξύ πολλών άλλων… καινοφανών – το κοινό αλλά η συγκλονιστική ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση στον επώνυμο ρόλο σώζει στο παρά τρίχα την παράσταση απ’ το γιουχάισμα.
Ο «Διπλούς Ερως» μεταμορφώνεται το 1997 σε «Theseum Ensemble» όταν η ομάδα στεγάζεται στον επιβλητικό παλιό πέτρινο χώρο της οδού Τουρναβίτου που διαμορφώνεται διακριτικά σε θέατρο και παίρνει το όνομα «Θησείον. Ενα Θέατρο για τις Τέχνες». Οι παραστάσεις του, στην ίδια γραμμή. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός υπερασπίζεται τη μεταμοντέρνα άποψη και την, γερμανικής βασικά «υπηκοότητος», σχολή της αποδόμησης των κειμένων, με νύχια και με δόντια – και με ευαγγέλιό του τη βιοενέργεια. Ο «Εθνικός ύμνος», μία παράσταση συλλογικής δουλειάς, σηματοδοτεί με την επιτυχία της την πορεία του θιάσου. Το κοινό του «Θησείου» διευρύνεται και αποκτάει μιμητές. Τα home made συλλογικά θεάματα γίνονται σχολή (βλέπε «Blitz»). Και αποκτούν και φαν κλαμπ. Φυσικά οι θεατές που σηκώνουν ψηλά τα χέρια και αφοπλιστικά ομολογούν «δεν καταλαβαίνω τίποτα» δεν λείπουν.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει αρχίσει πια να ξανοίγεται στο εξωτερικό. Παραστάσεις του παίζονται έξω, ενώ αρχίζει να σκηνοθετεί και εκτός Ελλάδος ξεκινώντας από τη Γεωργία. Εκεί άλλωστε γνωρίζει και τη Βέρικο Μγκελάτζε. Θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Και μαζί της θα αποκτήσει έναν χαριτωμένο, εννιάχρονο σήμερα, γιο, τον Ιοάνε – Λούκα. Οι επίσης ακραίες, αποδομημένες «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, που συν-σκηνοθετεί με τον Πολ Κουκ στην Ολλανδία, είναι η δεύτερη παράστασή του την οποία βλέπουμε στην Επίδαυρο.
Το 2007 το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη που ανεβάζει με δεκάδες κομπάρσους κάνει εξαιρετική επιτυχία στο Φεστιβάλ Αθηνών το οποίο γίνεται εφαλτήριο η παράσταση να ταξιδέψει σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ – Βρυξέλλες, Βαρσοβία, Βιέννη, Παρίσι («Οντεόν»)… Πρόσφατα θα έχει τη σκηνοθετική επίβλεψη στην τελετή των επίσημων εγκαινίων της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.
Τα τελευταία χρόνια τού ανοίγονται πόρτες στην Πολωνία. Εκεί έχει ανεβάσει ήδη δύο παραστάσεις, ενώ ετοιμάζεται για τη Μόσχα όπου θα σκηνοθετήσει στη «Σχολή Δραματικής Τέχνης» – το Θέατρο του Ανατόλι Βασίλιεφ.
Ανθρωπος ευγενής, πολιτισμένος, με χιούμορ, χαμηλών τόνων, πεισματάρης όμως, καταφέρνει αυτό που θέλει κινούμενος διακριτικά αλλά με ευελιξία έχοντας πλάι του μερικούς «ταμένους» όπως η δημοσιογράφος Ελένη Πετάση, διευθύντρια του «Theseum Ensemble», που τον στηρίζουν γερά.
Η ΚΡΙΤΙΚΗ. Οι αντιφρονούντες τού προσάπτουν μία εκζήτηση, μία προσποιητή εκκεντρικότητα και μία τάση στο δήθεν – από την κουβέντα του, όπου οι απλούστερες έννοιες εκφέρονται ως λόγος περίπλοκος, και το ντύσιμό του έως και τις παραστάσεις του, ακόμα και τους τίτλους τους. Του προσάπτουν πως επιδιώκει το διαφορετικό για το διαφορετικό – κορυφαία στιγμή η επιλογή της παροπλισμένης «λαϊκιάς» του τραγουδιού Μπέμπας Μπλανς να συμμετάσχει στο «Πεθαίνω σα χώρα».
Η ενταγμένη στο πολιτικό κλίμα των ημερών δήλωσή του «όταν η μόνη διαφυγή είναι ένα αδιέξοδο, η μόνη δημιουργική πράξη είναι η καταστροφή» προκάλεσε την έκρηξη του δημοσιογράφου Σταύρου Θεοδωράκη που έγραψε στην ιστοσελίδα του protagon.gr «αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να είσαι ένα από τα αγαπημένα παιδιά των υπουργείων (του Σημίτη, του Καραμανλή, του Παπανδρέου) και παράλληλα να προπαγανδίζεις την καταστροφή του συστήματος» ξεσηκώνοντας με τη σειρά του, πάντως, αντιδράσεις.