Τρία χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην Ελλάδα που εμπεριέχονται στο Μνημόνιο 1 και αυτές που προβλέπονται ότι θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου είναι συνυφασμένες, κυρίως, με την «αποκατάσταση της τάξης του κέρδους», όχι με την «αποκατάσταση της τάξης των αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών αναγκών». Εμβαθύνοντας δηλαδή τις συνθήκες του φαύλου κύκλου της ελληνικής οικονομίας, έχουν αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωση της εργασίας και την ελεγχόμενη απαξίωση του κεφαλαίου και της τεχνολογίας. Που σημαίνει ότι το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής είναι πολύ σκληρό, ενώ η αναδιάρθρωση του χρέους (93 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2020) είναι πολύ περιορισμένη (Π. Μπατίστα, 2011).

Πράγματι, τα μέτρα λιτότητας του Μνημονίου 1 δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν τη διείσδυση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην πραγματική οικονομία ούτε να δημιουργήσουν συνθήκες ανάσχεσης της οικονομικής κρίσης και περιορισμού των επιπτώσεών της στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, με τις απολύσεις, την αύξηση της ανεργίας (1 εκατομμύριο άτομα στο τέλος του 2011) τη μείωση του εισοδήματος (-20%) τη μείωση των συντάξεων (-25% ως -50%), τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά 8,9% (2009-2011), τη μείωση της ζήτησης (-16,4%, 2009-2011), το κλείσιμο 125.000 επιχειρήσεων (2009-2010), τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, τη συρρίκνωση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων…

Το 2010-2011 ο δείκτης σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας (ΑΕΠ ανά κάτοικο) έναντι του μέσου όρου των 15 πιο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης μειώθηκε από 84,5% (2009) σε 75,9% (2011), σημειώνοντας οπισθοχώρηση της πραγματικής σύγκλισης κατά μία δεκαετία πίσω (ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2011). Επιπλέον, τα νέα μέτρα λιτότητας που περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο στρατηγικό πλαίσιο στρατηγικής 2012-2015 αποβλέπουν στην εξοικονόμηση πόρων 28 δισ. ευρώ και η υλοποίησή τους αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση αναπτυξιακών κονδυλίων στη χώρα μας.

Από την άποψη αυτή η δανειακή στήριξη της Ελλάδας και των άλλων χωρών της κρίσης χρέους εμφανίζεται ως προϊόν «δίκαιης ανταλλαγής»: «διάσωση» έναντι «διαρθρωτικών αλλαγών» (Κ. Βεργόπουλος, 2011). Ομως το αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων και των διαδοχικών μέτρων λιτότητας με ανταλλαγή τη χορήγηση δανείων καθιστούν το χρέος διαχειρίσιμο αλλά μη βιώσιμο: ελλοχεύει δηλαδή ο κίνδυνος παύσης πληρωμών.

Η πολιτική χορήγησης δανείων προς την Ελλάδα (Σύνοδος Κορυφής 21/7/2011) βελτιώνει, πράγματι, τους όρους δανεισμού και μειώνει το μέγεθος του χρέους κατά 26 δισ. ευρώ. Το καθιστά έτσι διαχειρίσιμο, αλλά δεν το καθιστά βιώσιμο: το αν θα γίνει βιώσιμο έχει να κάνει με τον ρυθμό ανάπτυξης. Τι σημαίνει αυτό; Οτι η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας και η σύνδεσή της με τη χορήγηση αναπτυξιακών κονδυλίων, η παράταση της ύφεσης και οι ιδιωτικοποιήσεις, αυξάνουν τον κίνδυνο υπονόμευσης της όποιας βελτίωσης του δανεισμού και θέτουν εν αμφιβόλω την προσδοκία επιστροφής στις αγορές το 2015. Και αυτό παρά τις θυσίες των μισθωτών και των συνταξιούχων.

Η προσεχής περίοδος για την ελληνική οικονομία θα είναι δύσκολη. Εύκολη θα είναι για τους περισσότερους ιδιώτες πιστωτές. Το πρόβλημα με το χρέος παρατείνεται, παρά τη μείωσή του κατά 21%. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ζητούμενα για την ελληνική οικονομία είναι η απαλλαγή της από ένα τμήμα του χρέους, η ανάληψη ενός άλλου μέρους του από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η αναδιανομή του εισοδήματος για την αύξηση της ζήτησης, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, η αύξηση των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων και η εγκαθίδρυση του νέου αναπτυξιακού προτύπου της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.

Η ελληνική οικονομία αδυνατεί από μόνη της να αποπληρώσει το χρέος. Και η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης αδυνατεί να βελτιώσει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η σταδιακή τεχνολογική, καινοτομική, οργανωτική και ποιοτική απαξίωση της παραγωγικής υποδομής στη μεταποίηση και στη γεωργία και η έμφαση στον τουρισμό, στις κατασκευές και στις υπηρεσίες, υποβάθμισε τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (και των άλλων μεσογειακών χωρών).

Ο παραγωγικός αυτός προσανατολισμός οδήγησε σταδιακά την ελληνική οικονομία στη δημιουργία «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ