Νo 46

«Η µεγάλη ανατριχίλα»

Θυµάστε τη σφαγή µε τέσσερις νεκρούς και εννέα τραυµατισµένους φοιτητές στο Κεντ των ΗΠΑ στις 4 Μαΐου 1970; Ε λοιπόν έπεσε ταφόπλακα στη µνήµη µας. Στάχτες τα όνειρά µας. Αποκαΐδια τα οράµατά µας. Το 1983 όταν γυρίστηκε αυτή η σαρκαστική κοµεντί είχαν περάσει µόλις 13 χρόνια. Οι επαναστάτες βολευτήκαµε στην εξουσία. Αληθινή «Μεγάλη ανατριχίλα»!

Για δύο πράγµατα το «Βig Chill» χάραξε την ψυχή µου. Το πρώτο, η δραµατουργία. Ο Κάσνταν µεγιστοτεράστιος γραφιάς. Χαρακτήρων, διαλόγων, διαπλοκών, µικρών και µεγάλων «εγκληµάτων» και «απιστιών». Δύο χρόνια πριν, δηλαδή το 1981 µε την «Εξαψη» («Βody Ηeat») και µε την κατοικηµένη από λαγνεία κορµάρα της Κάθλιν Τέρνερ, µας είχε κλέψει την ανάσα και την έκανε θηλιά στον λαιµό µας. Για να µην πω αλλού. Το δεύτερο και ανώτερο, ότι υπερβαίνει το κλαψ κλαψ για τη χαµένη γενιά και πάει ένα βήµα παραπέρα. Μωρέ, δεν είναι και άσχηµα εδώ που ξεπέσαµε. Βολεµένοι, κονοµηµένοι, ερωτεύσιµοι, δραστήριοι και καλοδιατηρηµένοι. Οσο για τις εξεγέρσεις, τις αµφισβητήσεις, τις πορείες και τις επαναστατικές γυµναστικές, άσε καλύτερα. Αυτά δεν είναι για εµάς. Να πάρει τη σκυτάλη η νέα γενιά. Γιατί, όπως λέει και ο µπάρµπας µου, αυτός ντε µε το παράσηµο από τον «συµµοριτοπόλεµο», «αν δεν είσαι κοµµουνιστής µέχρι τα είκοσι είσαι µαλάκας. Αν εξακολουθείς και µετά τα είκοσι, είσαι πάλι µαλάκας». Ε τώρα. Είναι δυνατόν ένας Τοµ Μπέρεντζερ, ένας Κέβιν Κλάιν και ένας Ουίλιαµ Χαρτ να είναι µαλάκες;

Το πρόβληµα για να ολοκληρωθεί η αυτοεπιβεβαίωσή τους – πως δεν είναι µαλάκες δηλαδή – βρίσκεται µπροστά τους.

Σφραγισµένο σε ένα δρύινο φέρετρο. Ανοιγοκλείνουν τις πόρτες. Χασκογελούν ο ένας στον άλλον. Ψιλοπίνουν. Ψιλοµασάνε. Ψιλοζούν. Ψιλοφλερτάρουν. «Βρε Σάρα, έπρεπε να σ’ την έπεφτα πρώτος εγώ για να προλάβω τον Χάρολντ». Γιατί η κηδεία που καταλήγει περίπου σε πάρτι, λαµβάνει χώρα στο σπίτι της Σάρας και του Χάρολντ κάπου σε ειδυλλιακή περιοχή της Νότιας Καρολίνας. Χα, χα, χα, χα. Το φέρετρο εκεί. Αντε τώρα να ξεχάσεις το όνοµα του Dead Μan. Του Αλεξ. Τον υποδύεται ο Κέβιν Κόστνερ, αλλά στο µοντάζ ο Κάσνταν έκανε delete.

Και στον Κόστνερ και στα φλας µπακ της αφήγησης.

Παιδιά όλα χαρά γεµάτα; Οχι ακριβώς. Περίπου. Πώς λέµε η ζωή συνεχίζεται; Κάπως έτσι. Σε µια στιγµή, κάποιος από την παρέα – δεν θυµάµαι το όνοµά του – εκτοξεύει την ανατριχιαστική αλήθεια, «Ο Αλεξ ο καλύτερός µας». Φυσικά. Οπως στα µυθιστορήµατα έτσι και στη ζωή: οι καλοί πεθαίνουν νέοι! Γιατί ο Σαµ, η Σάρα, ο Μάικλ, η Μεγκ, ο Νικ, η Κάρεν, ο Χάρολντ και φυσικά ο Αλεξ προϋπήρξαν κολεγιόπαιδα. Στο ίδιο πανεπιστήµιο του Μίσιγκαν. Συµφοιτητές και φίλοι. Δηλαδή ψιλογνωστοί, ψιλοφίλοι, ψιλοεπαναστάτες, ψιλοαντάρτες. Ολα στα ψιλά. Στα ρηχά, Στον αφρό. Στην ξεπέτα. Ετσι µωρέ να περνάει η ώρα.

Σπούδασαν, τελείωσαν, πήραν το πτυχίο τους, το κορνιζάρισαν και στη συνέχεια σε κάποιο καλοπληρωµένο πόστο κατέληξαν. Ενδιαµέσως, όλα αυτά τα χρόνια έριχναν κάνα τηλέφω νο. «Μάικλ εσύ; Εγώ η Μεγκ είµαι. Πώς πάει;». Πώς να πάει;

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν. Αccidental tourists (Αταίριαστοι εραστές). Οπως λέει και ο τίτλος µιας επόµενης, γκρίζας κοµεντί του Λόρενς Κάσνταν µε Τζίνα Ντέιβις, Κάθλιν Τέρνερ και Ουίλιαµ Χαρτ του 1988. Τουρίστες. Μόνο ο Αλεξ, ο νεκρός, «ο καλύτερος και πιο λαµπερός». Ο οποίος – εξ όσων καταλαβαίνουµε – από το αδιέξοδό του κατέληξε στην αυτοκτονία. Δεν άντεξε. Το «ανθρωπάκι» που είχε εγκαταστήσει µέσα του έριχνε φάπες στη συνείδησή του. Και δεν άντεξε γιατί ούτε µπρος ούτε πίσω πήγαινε. Το «πίσω» σαν αναµνηστική φωτογραφία. Το «µπρος» µια βολική κατάληξη στη συµβατική κοινωνία. Να γίνω αυτό που κατηγορώ; Ποτέ. Να κάνω επανάσταση; Δεν µπορώ; Τότε; Dead! Το 1983 άπασες και άπαντες µε πατηµένα τα τριάντα, όπως ακριβώς οι χαρακτήρες της «Ανατριχίλας». Ο Κάσνταν τριάντα τεσσάρων. Το ίδιο και ο Τοµ Μπέρεντζερ. Δύο χρόνια µεγαλύτερη η Γκλεν Κλόουζ.

Συνοµήλικη µε τον Κέβιν Κλάιν και τη Μαίρη Κέι Πλέις. Ενα χρόνο µικρότερη η Τζο Μπεθ Ουίλιαµς. Ο Ουίλιαµ Χαρτ στα τριάντα τρία και δύο χρόνια µικρότερος ο Τζεφ Γκόλντµπλουµ.

Βενιαµίν της ιστορίας η 23χρονη Μεγκ Τίλι. Το κορίτσι του νεκρού. Ο Αλεξ, βλέπετε, προσπαθούσε να αρπαχτεί από τη νεώτερη γενιά. Τα ίδια όµως κι εκεί. Ο κύκλος επαναλαµβάνεται. Και παραλλάσσοντας τον Μανόλη Αναγνωστάκη, το συµπέρασµα θλιβερό. «Δεν έφταιγαν οι ίδιοι. Τόσοι ήτανε»!