Περιθωριακό μάλλον και «κακόφημο» κίνημα ιδεών, οριοθετημένο και σχετικά μικρό, ο τεκτονισμός που μετρά ζωή περίπου τριών αιώνων είναι ένα καλό δείγμα της τροχιάς που μπορούν να διαγράψουν στο πέρασμα του χρόνου οι πνευματικές και πολιτικές κινήσεις
H συμμετοχή κατά τον 18ο αιώνα Ελλήνων στις νεαρές ακόμη τότε τεκτονικές γερμανικές στοές που υπήρξαν τέκνα του αναδυόμενου Διαφωτισμού στην Ευρώπη προβάλλει ανάγλυφη μέσα από την εμπεριστατωμένη μελέτη της Ιλιας ΧατζηπαναγιώτηSangmeister η οποία εντρύφησε σε δύσκολα, δυσανάγνωστα γερμανικά τεκμήρια, τα οποία δεν είχαν μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί από την ελληνική ιστορική έρευνα.

Η συγγραφέας εντάσσει τον τεκτονισμό στα πνευματικά και πολιτικά συμφραζόμενα του 18ου αιώνα. Μια φευγαλέα αναδρομή σε μεγάλα πνευματικά κινήματα όπως ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός είναι αρκετή για να δείξει τις τεράστιες μεταβολές που προσέγραψε ο χρόνος στις ιδέες, στα πρόσωπα, στις προτεραιότητες, στις συμπεριφορές. Η ειρωνεία είναι ίσως ότι η κυριότερη μετάλλαξη των μακρόβιων πνευματικών κινημάτων δεν προήλθε από αλλαγή στις απόψεις που πρέσβευαν και στις πρακτικές που εφάρμοζαν, αλλά ακριβώς από το αντίθετο: από την ακινησία, τον δογματισμό, την έλλειψη επικοινωνίας και την αδυναμία ενσωμάτωσης των μεταβολών που συνέβαιναν στην κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό ο νεωτερισμός καθίσταται οπισθοδρόμηση, το φρέσκο δείχνει μπαγιάτικο, το ελκυστικό γίνεται αποκρουστικό, το θελκτικό απεχθές, το επαναστατικό συντηρητικό· και αυτά χωρίς να αλλάξουν, παραμένοντας απλώς αυτάρκη και αφόρητα ίδια, σε έναν κόσμο που διαρκώς κινείται.

Η μελέτη εξετάζει τις ρίζες του τεκτονισμού στα γερμανικά κράτη, τη συνάφειά του με τον Διαφωτισμό και τη διαπλοκή του με τις πολιτικές διεργασίες και τις οικονομικές μεταβολές που συνταράσσουν τον ευρωπαϊκό χώρο. Διερευνά επίσης τις πληροφορίες για την ύπαρξη μασονικών στοών σε περιοχές που υπήρξε ελληνικός πληθυσμός από την πρώτη στοά που ιδρύθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο στη Σμύρνη το 1744 και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη το 1747 μέχρι την Κύπρο, τα Επτάνησα και τη Μολδοβλαχία όπου από τη δεκαετία του 1770 λειτουργούσαν στοές με αξιόλογη συμμετοχή.

Στον γερμανόφωνο χώρο, από το 1776 εντοπίζονται οι πρώτες μαρτυρίες συμμετοχής Ελλήνων σε στοές πόλεων της Βιέννης, του Βερολίνου, της Λειψίας, του Σιμπίνιου, του Μπράσοβου κ.α. Η έρευνα της συγγραφέως, απέδωσε τελικά 46 Ελληνες καταγεγραμμένους ως μέλη γερμανικών τεκτονικών στοών. Η μελέτη αναδεικνύει την παρουσία, τη δράση και το προφίλ τους. Κατά κανόνα έμποροι, γιατροί, δάσκαλοι ή σπουδαστές, άνθρωποι δραστήριοι, κινητικοί και ανήσυχοι βρίσκουν στην ελευθερία και στην ισότητα που πρεσβεύουν οι τεκτονικές στοές τον κατάλληλο δίαυλο για να εισέλθουν στις κοινωνίες υποδοχής, να ενταχθούν σε ισχυρά επαγγελματικά και οικονομικά δίκτυα και να υπερκεράσουν την υποτίμηση και την καχυποψία με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι όσοι προέρχονται από τα υπό οθωμανική κυριαρχία Βαλκάνια. Οι ίδιοι μέσα από το πλέγμα επαφών και σχέσεων που διατηρούν οι ξενιτεμένοι συντοπίτες στους τόπους υποδοχής θα γίνουν ξενιστές των ιδεών αυτών και στους τόπους καταγωγής τους. Εννοιες όπως αυτές της φιλανθρωπίας και της φιλίας που είχαν κεντρική σημασία στο τεκτονικό κίνημα, αλλά κυρίως η πρακτική του εταιρισμού, του μυστικισμού και της συνωμοτικής δράσης μπολιάστηκαν μέσω των ελλήνων τεκτόνων και στον ελληνικό χώρο και ενσωματώθηκαν στα επαναστατικά σχέδια και ενέπνευσαν τις οργανώσεις όσων ετοίμαζαν την ελληνική εξέγερση.

Ωστόσο η φόρτιση που υπήρξε γύρω από τις σύγχρονες εκδοχές του μασονισμού, κυρίως χάρη στην πληθώρα σχετικών δημοσιευμάτων μετά τη Μεταπολίτευση, άφησαν τον τεκτονισμό έξω από το πεδίο της ανανέωσης της ιστορικής έρευνας που επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια. Η αριστερών καταβολών μάλιστα ιστοριογραφία αντιμετώπισε τον τεκτονισμό με την ίδια δυσανεξία που αντιμετώπισε και το αντίπαλο δέος του, την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία. Ετσι όμως, η ψύχραιμη ιστορική αποτίμηση του τεκτονισμού, της δράσης του και των επιπτώσεών του στα ελληνικά πράγματα υπήρξε αναιμική.

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών