Την περασµένη Τρίτη, ο Νικολά Σαρκοζί επισκέφθηκε στο Βιλνέβ-λε-Ρουά το µεγαλύτερο αυτή τη στιγµή οικοδοµικό εργοτάξιο της Γαλλίας όπου κατασκευάζονται συνολικά 874 κατοικίες, σε µια έκταση 120 στρεµµάτων. Να διαφηµίσει µια νέα κρατική ενίσχυση για την απόκτηση στέγης, ήθελε, αλλά η δηµοσιογράφος που του είχε στήσει καρτέρι στον διάδροµο ενός διαµερίσµατος υπό κατασκευή άλλο ήθελε να µάθει: «Κύριε πρόεδρε, ζητήσατε έρευνα για την πηγή των πληροφοριών της «Μonde»;»
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Είστε πολύ παθιασµένη µε τη δουλειά σας. Για τη “Μonde” εργάζεστε;», τη ρωτά ενοχληµένος, σε ειρωνικό τόνο, ο γάλλος πρόεδρος. «Για τον (ραδιοφωνικό σταθµό) France Ιnter», απαντά εκείνη. Ο Σαρκοζί αποµακρύνεται, η δηµοσιογράφος ακολουθεί. Και µόλις βρίσκει ξανά µια ευκαιρία, θέτει ξανά την ερώτηση. «Επιτέλους, δεν µπορείτε να δείξετε ενδιαφέρον γι’ αυτή την επίσκεψη;», εξανίσταται εκείνος. Στην τρίτη της απόπειρα, η δηµοσιογράφος δεν παίρνει καν απάντηση: οι πόρτες της λιµουζίνας κλείνουν µε δύναµη, ο πρόεδρος έχει ήδη φύγει.

«Ο Νικολά Σαρκοζί και η ερώτηση που θυµώνει…» ήταν την εποµένη ο τίτλος του σχετικού ρεπορτάζ της «Μonde». Και να σκεφτεί κανείς, σηµειώνει η «Corriere della Sera», πως µια φορά και έναν καιρό, ο Νικολά Σαρκοζί λάτρευε τους δηµοσιογράφους. Οταν ήταν υπουργός και υποψήφιος για την προεδρία, οι σχέσεις τους ήταν γαλήνιες, µε µια δόση συνενοχής, τις τροφοδοτούσε το αµοιβαίο ενδιαφέρον. Εκείνος είχε ανάγκη τη στήριξη και την κέρδιζε µε ευφυείς προκλήσεις και φιλικό ύφος. Για τους δηµοσιογράφους ήταν το πιο ενδιαφέρον νέο πρόσωπο του γαλλικού πολιτικού πανοράµατος. Με το που ανήλθε όµως στην προεδρία, ο Σαρκοζί ένιωσε να απειλείται από τα ίδια εκείνα µέσα που τον βοήθησαν, µε πρωτοσέλιδα και εξώφυλλα, να την κερδίσει.

Ξεχνώντας ότι η έκθεση της ιδιωτικής του ζωής ήταν ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας του, ο γάλλος πρόεδρος άρχισε να κατηγορεί τον Τύπο ότι παραβιάζει την ιδιωτική του σφαίρα. Εν αρχή ην η Σεσιλιά και το διαζύγιο. Μετά ήρθε η Κάρλα, το ροµάντζο και ο γάµος. Μαζί τους, οι καταγγελίες ότι ο Σαρκοζί επιχειρεί να χειραγωγήσει / φιµώσει / παρέµβει στη δουλειά του Τύπου. Οι σχέσεις διαταράχθηκαν. Κι όταν ήρθαν τα πραγµατικά, τα πολιτικά σκάνδαλα, τα ΜΜΕ ενδύθηκαν ευχαρίστως τον ρόλο της Νέµεσης.

Κατηγορώ. Από τη Δευτέρα, όταν η «Μonde» δηµοσίευσε στο πρωτοσέλιδό της ένα Κατηγορώ αντάξιο του Ζολά, καταγγέλλοντας πως το προεδρικό γραφείο χρησιµοποίησε τις υπηρεσίες Αντικατασκοπίας προκειµένου να εντοπίσει την πηγή ενός αποκλειστικού ρεπορτάζ σχετικά µε την υπόθεση Μπετανκούρ, ο πόλεµος µαίνεται.

Η αντιπολίτευση έσπευσε να κάνει λόγο για «Sarkogate». Ο ξένος Τύπος έσπευσε να κάνει τις συγκρίσεις µε το Watergate. Ενας δοκιµαζόµενος πρόεδρος δέχεται επίθεση από τη µεγαλύτερη φιλελεύθερη εφηµερίδα της χώρας, τη «Μonde» στην περίπτωση του Σαρκοζί, τη «Washington Ρost» στην περίπτωση του Νίξον. Η προεδρία κατηγορείται ότι χρησιµοποίησε τις µυστικές υπηρεσίες για την επιδίωξη όχι του εθνικού αλλά του στενού πολιτικού συµφέροντος. Ενας αρχηγός κράτους που πορεύεται µε σηµαία τον νόµο και την τάξη κατηγορείται ότι παραβίασε τους νόµους του κράτους.

Κάπου εδώ, βέβαια, τελειώνουν οι οµοιότητες και αρχίζουν οι υπερβολές. Την περίοδο 1971-1972, ο Ρίτσαρντ Νίξον επιχείρησε να µανιπιουλάρει µια ολόκληρη προεκλογική εκστρατεία. Οι άνθρωποι του γάλλου προέδρου κατηγορούνται «µόνο» ότι έστειλαν τις υπηρεσίες Αντικατασκοπίας σε ένα κυνήγι µαγισσών προκειµένου να εντοπιστεί αυτός που άφησε να διαρρεύσουν στη «Μonde» οι καταθέσεις του Πατρίκ ντε Μεστρ, διαχειριστή της περιουσίας της Λιλιάν Μπετανκούρ, στη Δικαιοσύνη.

Τον «εξαφάνισαν». Η πηγή βρέθηκε, αυτό το γνωρίζουµε. Ηταν ένας δικαστής που εργαζόταν στο προσωπικό γραφείο της υπουργού Δικαιοσύνης, ο Νταβίντ Σενά – και λέµε εργαζόταν διότι πλέον έχει αναλάβει µια µη θέση στη γαλλική Γουινέα, εκεί όπου κανείς δεν τον ξέρει και κανέναν δεν ξέρει.

Γνωρίζουµε επίσης πως η έρευνα για τον εντοπισµό του βασίστηκε στις υποκλοπές τηλεφωνικών συνοµιλιών, πως τη διεξήγαγαν πράγµατι οι υπηρεσίες Αντικατασκοπίας, κατόπιν εντολής του γενικού διοικητή της γαλλικής αστυνοµίας. Εκείνο που δεν ξέρουµε είναι αν υποκλάπηκαν οι συνοµιλίες αποκλειστικά δηµόσιων λειτουργών ή και δηµοσιογράφων της «Μonde» – η τελευταία υποστηρίζει το δεύτερο, η κυβέρνηση το πρώτο. Σε κάθε περίπτωση, ο γαλλικός νόµος προβλέπει πως άδειες για τηλεφωνικές υποκλοπές δίνονται µόνο από την Εθνική Επιτροπή Ελέγχου Παρακολουθήσεων Ασφαλείας (CΝCΙS) στο πλαίσιο έρευνας για τροµοκρατική ή άλλη απειλή ασφαλείας – και η CΝCΙS τέτοια άδεια δεν έδωσε, άλλωστε τέτοια έρευνα δεν υφίστατο. Σηµείωση: τόσο ο επικεφαλής της υπηρεσίας Αντικατασκοπίας όσο και ο γενικός διοικητής της αστυνοµίας είναι γνωστά φιλαράκια του Σαρκοζί.

Η υπόθεση Μπετανκούρ οδηγεί σε λάθη το προεδρικό µέγαρο


Οι παρακολουθήσεις στη γαλλική πολιτική ιστορία µόνο καινοφανής υπόθεση δεν είναι. Για να θυµηθούµε το πιο τρανταχτό παράδειγµα, την περίοδο 1983-1986, µε προσωπική εντολή του (σοσιαλιστή) Φρανσουά Μιτεράν, η Αντιτροµοκρατική Υπηρεσία των Ηλυσίων παρακολουθούσε τα τηλεφωνήµατα δεκάδων γνωστών προσωπικοτήτων, δηµοσιογράφων, δικηγόρων, συγγραφέων. Ο ίδιος ο διευθυντής της «Μonde» Ερίκ Φοροτινό κάλεσε τις προάλλες την Αριστερά «να αφήσει τα κλισέ περί Sarkogate και να µην ξεχνά ότι στο παρελθόν µόνο υποδειγµατική δεν υπήρξε και η ίδια σε αυτόν τον τοµέα». Κλισέ ή όχι, όµως, το Sarkogate αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις διότι συνδυάζεται µε ένα άλλο σκάνδαλο, το L’Οrealgate, ή Woerthgate. «Κάτι στην υπόθεση Μπετανκούρ», σχολιάζει η «Ιndependent», «οδηγεί το προεδρικό γραφείο στην παράνοια». Και τι άλλο µπορεί να είναι αυτό πέραν των καταγγελιών πως η κληρονόµος της L’Οreal, η Λιλιάν Μπετανκούρ, έδωσε (παράνοµα) χρήµατα στην προεκλογική εκστρατεία του Σαρκοζί το 1997, καθώς και µια καλή θέση (στην εταιρεία που διαχειριζόταν την περιουσία της) στη σύζυγο του τότε ταµία του UΜΡ, και νυν υπουργού Εργασίας Ερίκ Βερτ, ενώ πήρε ως αντάλλαγµα φορολογικές χάρες και µια πολύτιµη χείρα βοηθείας από τον Σαρκοζί στον πόλεµο που της έχει κηρύξει από διετίας η µοναχοκόρη της; Για να τελειώνουµε όσον αφορά τις συγκρίσεις µε το Watergate, το σκάνδαλο ήταν εξαρχής µεγάλο.

Η προσπάθεια συγκάλυ- ψής του, όµως, αποδεικνύεται πολύ πιο καταστροφική.

Καβγάς µε τον Μπαρόζο, ρουκέτα για τη Μέρκελ


Μήπως ο Νικολά Σαρκοζί έχει κλώνο; Ή µήπως έγιναν την Πέµπτη στις Βρυξέλλες, σε παράλληλα σύµπαντα, δύο σύνοδοι κορυφής, µία στην οποία ήταν όλος ο κόσµος και µια δεύτερη όπου ήταν µόνο ο γάλλος πρόεδρος;


Τα εύλογα αυτά ερωτήµατα διατυπώνει η γαλλική µπλογκόσφαιρα, προσπαθώντας να καταλάβει πώς γίνεται να είναι ο Σαρκοζί ο µόνος που δεν θυµάται τον άγριο τσακωµό του µε τον πρόεδρο της Κοµισιόν, τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, και ο µόνος που επιµένει ότι η Ανγκελα Μέρκελ θα ακολουθήσει προσεχώς το παράδειγµά του, ξηλώνοντας παράνοµους καταυλισµούς Ροµά.

Ειδικά το τελευταίο, κοντεύει να πυροδοτήσει διπλωµατικό επεισόδιο. Μιλώντας το βράδυ της Πέµπτης στις Βρυξέλλες, ο γάλλος πρόεδρος υποστήριξε πως η γερµανίδα καγκελάριος τού εκµυστηρεύτηκε αυτή της την πρόθεση· «Θα δούµε πόσο ήρεµη θα γίνει τότε η γερµανική πολιτική ζωή», σχολίασε ειρωνικά. Η πρώτη διάψευση ήρθε από «γερµανικές πηγές». Η δεύτερη µε ανακοίνωση του γραφείου της Μέρκελ. Και η τρίτη, χθες, από τον γερµανό υπουργό Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε: «Υποθέτω ότι πρόκειται για παρεξήγηση… Δεν έγιναν ποτέ τέτοιες δηλώσεις από την πλευρά της καγκελαρίου…

Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο γερµανικό Σύνταγµα και δεν υπάρχει καµία σκέψη πάνω σε αυτό το θέµα». Από την πλευρά του, ο γάλλος οµόλογός του, ο Μπερνάρ Κουσνέρ, επεχείρησε να αποφύγει τον σκόπελο λέγοντας πως ο ίδιος ούτε άκουσε ούτε έµαθε για παρόµοιο διάλογο – αλλά «η Ιστορία θα δείξει».

Ο Κουσνέρ χαρακτήρισε επίσης «αρκετά ζωηρή» τη συνοµιλία Σαρκοζί – Μπαρόζο κατά το γεύµα εργασίας που προηγήθηκε της συνόδου.

«Οι φωνές ακούγονταν µέχρι έξω», επέµεινε διπλωµάτης. «Το γεύµα ήταν ωραίο, αλλά µόνο όσον αφορά το φαγητό», δήλωσε σιβυλλικά η Μέρκελ. «Ματσό και ανδροπρεπή», χαρακτήρισε τη στιχοµυθία ο πάντα είρων πρωθυπουργός του Λουξεµβούργου, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. «Πολύ σκληρή, πολύ άγρια σύγκρουση· ένα σκάνδαλο», σχολίασε ο βούλγαρος πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ. Ο Σαρκοζί, απεναντίας, δήλωσε πως «κράτησε την ψυχραιµία του» – όπως πάντα.

Ψεµατάκια... Ο ίδιος άνθρωπος, βέβαια, υποστήριξε πως ο Γιούνκερ τού εξέφρασε την πλήρη στήριξή του, ενώ ο λουξεµβούργιος πρωθυπουργός χαρακτήρισε απαράδεκτη την πρόταση του γάλλου προέδρου προς την (λουξεµβούργια) επίτροπο Βίβιαν Ρέντινγκ να πάρει τους Ροµά στην πατρίδα της. Επίσης, οι υπουργοί του επέµεναν ότι «δεν στοχοποιούνται συγκεκριµένες εθνοτικές οµάδες στη Γαλλία» ενώ στην υπουργική εγκύκλιο που αποκαλύφθηκε (προκαλώντας το πρωτοφανές ξέσπασµα της Ρέντινγκ, που απειλεί να παραπέµψει το Παρίσι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) ζητούνταν να µπουν «κατά προτεραιότητα» στο στόχαστρο οι καταυλισµοί των Ροµά. Αλλά από την άλλη, τι να περιµένει κανείς από έναν ηγέτη που ανακοίνωσε µε πολλές φανφάρες τέλη Ιουλίου τη «νέα πολιτική» του έναντι των Ροµά (για να εκτρέψει την προσοχή της γαλλικής κοινής γνώµης από την οικονοµική κρίση, τη συνταξιοδοτική µεταρρύθµιση, τα σκάνδαλα, και να εξασφαλίσει µερικές ακροδεξιές ψήφους) ενώ είχε ήδη, σιωπηλά, απελάσει από τις αρχές του χρόνου προς Βουλγαρία και Ρουµανία περίπου τους 7.000 Ροµά;

Τον στηρίζουν!. Διαβάζοντας πάντως χθες τον Τύπο, ο Σαρκοζί είχε έναν λόγο να νιώσει δικαιωµένος, και ας διέρχονται πρωτοφανή κρίση οι σχέσεις Παρισιού – Βρυξελλών: το 56% των γάλλων ψηφοφόρων στηρίζουν την πολιτική του έναντι των Ροµά.

«Το γεύµα ήταν ωραίο, αλλά µόνο όσον αφορά το φαγητό», δήλωσε σιβυλλικά η Μέρκελ