«Δεν δέχοµαι επισκέψεις λόγω ασθένειας. Ευχαριστώ», έγραφε µια ταµπέλα έξω από το σπίτι της στην Απείρανθο της Νάξου, κοντά στην Κόρωνο όπου της είπαν το ύστατο αντίο, το Σάββατο, οι κάτοικοι του χωριού. Είχε συµφιλιωθεί µε την ιδέα του θανάτου η Αδαµαντία Μαυροειδή, όνοµα µε το οποίο µόνον οι πολύ δικοί της Διαµαντούλα, για την ακρίβεια την είχαν φωνάξει.
Οσο η Γκιζέλα Ντάλι όνοµα που στα τελευταία, ταλαιπωρηµένα, χρόνια της ζωής της της φαινόταν σαν να ανήκε σε alter ego µακρινό και ξεχασµένο είχε συµφιλιωθεί µε την ιδέα του έρωτα στο σινεµά. Για την ακρίβεια εκείνη άνοιξε τον δρόµο σ αυτό που θα λέγαµε «ελληνικό ερωτικό κινηµατογράφο», που άνθησε εντυπωσιακά το 60 και το 70 όσο να βουλιάξει στη δευτερίλα των βιντεοταινιών. Η ίδια αντιµετώπιζε στωικά τα διψασµένα για γυναικεία σάρκα και τολµηρές περιπτύξεις ανδρικά βλέµµατα και δεν αντιµετώπιζε την τέχνη της ως υποδεέστερη. Αντιθέτως, θεωρούσε πως έβαζε την υποκριτική της υπογραφή σε ταινίες που µπορούσαν µεν να ερεθίσουν αλλά δεν έπαυαν να ανήκουν στην Εβδοµη Τέχνη.
Οταν πια η µάχη µε τον καρκίνο ύστερα από απανωτές επεµβάσεις την είχε καταβάλει και είχε αποσυρθεί στη Νάξο (ύστερα από την εντυπωσιακή της επανεµφάνιση στην «Τεστοστερόνη» του Γιώργου Πανουσόπουλου το 2004), είχε αρχίσει να πετάει πράγµατα, αναµνήσεις, φωτογραφίες από κείνα τα πιο ερωτικά χρόνια. Γιατί να τα πετάξει κάποιος άλλος, έλεγε σε µια πρόσφατη συνέντευξή της. Κι ό,τι σώθηκε τα πήρε µια πληµµύρα.
Τελευταίο αντίο στην Γκιζέλα Ντάλι







