Ο Αλέκος Φασιανός βάζει πάντα τίτλο στα έργα του εμπνεόμενος από αυτόν. Ο Λάκης Παπαστάθης γύρισε ταινία και ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον θυμάται παιδί να τριγυρίζει στη Μυτιλήνη. Και ο Γιάννης Τσαρούχης τον παρομοίασε με το παιδάκι του Αντερσεν, υμνώντας την ειλικρίνεια της τέχνης του. Με αφορμή την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, τέσσερις ματιές στο φαινόμενο Θεόφιλος
«Το 1959 πήγαμε μαζί με τον αρχιτέκτονα Π. Μυλωνά στη Μυτιλήνη. Πήγα στην Αγιάσο και βρήκα ένα μισογκρεμισμένο καφενείο με μια τοιχογραφία του Θεόφιλου. Αρχισα να αντιγράφω. Ερχεται μια μαυροφόρα γριά και μου λέει: “Εγώ τον ήξερα, παιδάκι μου, τον Θεόφιλο. Τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις τον ρώτησα; “Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα”, μου απάντησε» λέει ο Αλέκος Φασιανός και διευκρινίζει πως η γυναίκα που περιέγραφε γλαφυρά ο Θεόφιλος ήταν η Ιφιγένεια. Κάπως έτσι ο μυτιληνιός ζωγράφος με τις ιδιαίτερες ενδυμασίες, τον περιπετειώδη βίο και την πρωτότυπη ματιά έβλεπε την Ελλάδα.

Η φουστανέλα του ήταν βρώμικη. Τόσο ώστε μπορούσες να ακονίσεις μαχαίρια πάνω της. Ηταν τραυλός. Είχε γαλανά μάτια. Κούτσαινε. Τα μαλλιά του ήταν μακριά σαν των παπάδων. Και επεδείκνυε μια απίθανη προσήλωση (ανατολίτικη ή ιαπωνική) όταν σχεδίαζε. Τι υπήρξε όμως ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ; Αυτοδίδακτος. Εκκεντρικός. Μοναχικός. Κατά τον Σεφέρη «έπλυνε την όρασή μας» και αυτό μένει να επιβεβαιωθεί και από τους νεώτερους στην έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη όπου παρουσιάζονται έργα του.

«Ενα στάχυ κίτρινο, σαν να βγαίνει απ΄ τη γη, ένα ελληνικό φαινόμενο. Εκανε αυτό που δεν έκαναν οι άλλοι. Μας αποκάλυψε τι είναι η Ελλάδα, τι είναι το φως της. Μας προσέδωσε μια εθνική ζωγραφική συνείδηση» συνεχίζει ο Αλέκος Φασιανός που πάντως διαφωνεί πως ο Θεόφιλος υπήρξε λαϊκός ζωγράφος. «Λαϊκός είναι αυτός που μιμείται άτεχνα, ο μανιερίστας, αυτός που δεν παρατηρεί τη φύση όταν ζωγραφίζει. Ο Θεόφιλος εξελίσσεται, διορθώνει και τη μελετά» συμπληρώνει και μας αποκαλύπτει πως ο ίδιος βάζει πάντα τίτλο στα έργα του, εμπνεόμενος από τον τρόπο του Θεόφιλου.

Δημιουργικός εκ του μηδενός «Ο Θεόφιλος αντέχει μέσα στον χρόνο λόγω αυτής της τρομερής του αφέλειας που είναι ίδια με τη σοφία της τέχνης και σε καμία περίπτωση βλακεία. Γι΄ αυτό και οι σύγχρονοι ζωγράφοι αναφέρονται σε αυτόν. Υπήρξε δημιουργικός εκ του μηδενός μέσα στην άγρια μοναξιά του. Ο Θεόφιλος

Ο Ιππόδρομος Φαλήρου (επάνω) και το Εν Σμύρνη τουρκικόν πεταλοποιείον (αριστερά) είναι δύο από τα έργα της έκθεσης. Η συλλογή των είκοσι έργων του Θεόφιλου περνάει στην κυριότητα της Εμπορικής Τράπεζας τη δεκαετία του 1980 και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στο σύνολό της. Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας «Θεόφιλος», σε επιμέλεια των Γιάννη Τσαρούχη και Γιώργου Μανουσάκη και κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη. Επίσης, κατά τη διάρκειά της θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «2003- Θεόφιλος ξανά», σε σκηνοθεσία Λ. Παπαστάθη

σήμερα ζει στα έργα του, στον Φούρνο του Βελέντζα, στον Αγιο Αχίλλειο και αλλού. Οι Μυτιληνιοί ακόμη ζουν με τον μύθο του» λέει με τη σειρά του ο μυτιληνιός σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης που γύρισε το ντοκιμαντέρ «Θεόφιλος ξανά» το 2003 στο πλαίσιο της εκπομπής «Παρασκήνιο», ενώ έχει γυρίσει και τη βραβευμένη ταινία μεγάλου μήκους «Θεόφιλος» με τον Δημήτρη Καταλειφό στον ρόλο του ζωγράφου. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στο προάστιο Βαρειά της Μυτιλήνης το 1870 (ή το 1867). Ο πατέρας του, ο Γαβριήλ, ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του, η Πηνελόπη, κόρη ενός αγιογράφου. Δούλεψε ως τσαγκάρης και μπογιατζής. Σε ηλικία 15 ετών πήγε στη Σμύρνη όπου κατά τα δικά του λεγόμενα διορίστηκε καβάσης (κλητήρας) του ελληνικού προξενείου. Στη Σμύρνη άρχισε κατά τη διάρκεια της εορτής του Ευαγγελισμού να φοράει φουστανέλα και περικεφαλαία και με ένα σπαθί στο χέρι να παριστάνει τον Μέγα Αλέξανδρο. Εδώ άρχισε να ζωγραφίζει, μάλιστα κέρδιζε και χρήματα ως ζωγράφος. Ο λόγος για τον οποίο έφυγε από τη Σμύρνη δεν είναι γνωστός. Μία εκδοχή θέλει τον Θεόφιλο να φεύγει επειδή υπερασπιζόμενος τον έλληνα πρόξενο εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας σκότωσε έναν τούρκο μπέη! Μία άλλη εκδοχή τον θέλει να έρχεται στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον πόλεμο του 1897.

Στη Θεσσαλία δίνει το πρώτο στίγμα της ζωγραφικής ιδιοφυΐας του που όμως δεν αναγνωρίζεται από τη σκληρή επαρχία και ένα θλιβερό συμβάν τον αναγκάζει να φύγει για τη Μυτιλήνη. Ειδικότερα, κάποιος τράβηξε τη σκάλα στην οποία ο Θεόφιλος ήταν ανεβασμένος για να ζωγραφίσει την πρόσοψη ενός μαγαζιού και τον έριξε καταγής. Στη Μυτιλήνη περνάει δύσκολα, ζωγραφίζει όμως αδιάκοπα και κυρίως σπίτια- ανάμεσά τους και το πατρικό του. Ντύνεται ως οπλαρχηγός και αυτό κατά τον Γιάννη Τσαρούχη έχει τη δική του εξήγηση: «Για τον Θεόφιλο αυτό δεν ήταν μόνο μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ηταν κάτι παραπάνω: μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. Χειμώνα- καλοκαίρι φορούσε κάπα, και τα συνηθισμένα τουζλούκια της φουστανέλας […] Ο Θεόφιλος άλλωστε ήθελε να είναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άφταστα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε» εξηγεί ο ζωγράφος στον πρόλογο του τόμου «Θεόφιλος» της Εμπορικής Τράπεζας.

«Παίζαμε με τον Θεόφιλο»

Ο sui generis ζωγράφος- που άλλοτε ντυνόταν Μεγαλέξαντρος και άλλοτε Δίας- άργησε να αξιολογηθεί και εν πολλοίς το οφείλει στον Στρατή Ελευθεριάδη ή Ε. Τeriade που από νέος ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι και γνώριζε από κοντά ζωγράφους όπως ο Μatisse ή ο Giacommeti. Το 1929 πήγε στη Μυτιλήνη- απ΄ όπου καταγόταν κι αυτός-, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και τον υποστήριξε υλικά για να συνεχίσει τη δημιουργία του με τους περισσότερο αιρετικούς τρόπους. Εναν τέτοιο θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μυτιλήνη. «Πρώτα απ΄ όλα θυμάμαι τον Θεόφιλο. Είχε μια καλύβα. Φορούσε φουστανέλα. Εμείς τα παιδιά παίζαμε με τον Θεόφιλο και τον κο ροϊδεύαμε, γιατί μας έβαζε να ουρούμε μέσα σε μικρά κουβαδάκια, επειδή έτσι αραίωνε τις μπογιές» αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του «Αξιος Εστί. Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του. Ι. Από τον Μεσοπόλεμο στην 21η Απριλίου» του Γιώργου Μαλούχου. Πράγματι, ο Θεόφιλος έφτιαχνε- όπως αναφέρει στο βιβλίο «Θεόφιλος, ο ιδιοφυής σαλός» ο συγγραφέας Παντελής Ζωιόπουλος- τα χρώματά του επιτόπου με αυγό, γάλα συκιάς, χυμό από φλούδες ροδιού, σκόνη από κεραμίδια και χρωματιστές πέτρες που έβρισκε ή ό,τι άλλο υπαγόρευε η έμπνευση της στιγμής και η ευρηματικότητά του, καθώς και ούρα.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις περιόδους στη δουλειά του ζωγράφου: την περίοδο της παραμονής του στη Θεσσαλία κατά την οποία, όπως αξιολογεί ο Γιάννης Τσαρούχης, «τα έργα του είναι σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο που σπάνια φτάνει σε αποτέλεσμα ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα». Την εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη με μια χρωματική ευφορία, με πλήθος από σπάνιους τόνους, λεπτότατους, μα και γεμάτους ευδαιμονία, ενώ η τρίτη του περίοδος τοποθετείται- πάντα σύμφωνα με τον Τσαρούχη- κατά τη συνάντησή του με τον Τeriade όταν και τα χρώματά του γίνονται πιο σωστά. Ο αριστερόχειρας δημιουργός που ζωγράφιζε μανιωδώς τοίχους σπιτιών και καφενεία πέθανε μια Κυριακή του 1934 στη Μυτιλήνη πολύ πριν να τον ανακαλύψουν οι κριτικοί της τέχνης. «Υπήρξε τυχερός που τον ανακάλυψαν οι ποιητές πρώτα και μετά οι τεχνοκριτικοί. Σαν να υπήρξε μια μυστική συμφωνία μεταξύ τους για το θαύμα της Τέχνης. Πάντα μας θυμίζει την ελπίδα της τέχνης, τον τρόπο που μπορεί κάποιος να δημιουργήσει έστω και με μια καθημαγμένη ζωή» τονίζει στα «ΝΕΑ» ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης. Και έτσι είναι για τον «σαλό», το «παιδάκι του Αντερσεν, που με την αθωότητά του φωνάζει σε όσους από προκατάληψη και υποκρισία αρνούνται να δουν πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός» όπως έξοχα σημειώνει ο Γιάννης Τσαρούχης στον τόμο «Θεόφιλος» της Εμπορικής Τράπεζας.

info

Το Μουσείο Μπενάκη και η Εμπορική Τράπεζα παρουσιάζουν την έκθεση: «Θεόφιλος. Εργα από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας». Η έκθεση που εγκαινιάζεται στο Κεντρικό Κτίριο του Μουσείου στις 14 Σεπτεμβρίου περιλαμβάνει είκοσι πίνακες από τη συλλογή έργων τέχνης της Εμπορικής Τράπεζας. Από τις 15/9 έως τις 31/10.