Σχεδόν όλες σε ελεύθερη πτώση.

Από τις τέσσερις φρέσκες, µόνο η µία αντέχει. Οι δύο περίπου ριµέικ και η τρίτη κάτι σαν αλλήθωρη κοµεντί. Ισως το χειρότερο καλοκαίρι των τελευταίων ετών. Και οι πρώτες εβδοµάδες του Σεπτέµβρη ακόµα χειρότερες κι απ’ αυτό!

Το 1979 ο (άγγλος) σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ σκηνοθετεί το «Αlien» που έµελλε να γράψει ιστορία.

Ενα από τα πιο εκρηκτικά µείγµατα τρόµου-θρίλερ-επιστηµονικής φαντασίας. Υπέροχα. Επειδή η επιτυχία ήταν πρωτοφανής. Επειδή το στόρι διεύρυνε τους ορίζοντες του «είδους». Και επειδή το πλήθος, ιδιαίτερα της πιτσιρικαρίας, γουστάρει εξωγήινα τέρατα, συµβαίνει το εξής απογοητευτικό. Η ευλογία του «Αlien» έγινε κατάρα των καλόγουστων θεατών. Το θετικό µε το αρνητικό σ’ έναν χορό τρελό. Αφθονοι «Αlien». Χαοτικοί, αφασικοί, σιχαµεροί. Ουδεµία σηµασία στο περιεχόµενο και την πλοκή. Το βάρος αποκλειστικά και µόνο στα οπτικά εφέ και τον κανιβαλισµό. Ετσι από το δεύτερο «Αlien» αρχίζει ένας πρωταθλητισµός βαρβαρότητας και ανθρωποφαγίας. Ποιος θα επινοήσει την πιο νοσηρή σκηνή. Ποιος θα διαµελίσει περισσότερα πτώµατα. Ποιος θα κάνει πασαρέλα µε τα πιο εύγεστα εντόσθια. Τα µυαλά στα κάγκελα λοιπόν. Φρίκη.

Από τη δεκαετία του ‘80 η βιοµηχανία του θεάµατος, µε πατηµένο µονίµως το κουµπί και µε ασταµάτητη τη µηχανή, παράγει ακατάπαυστα κάθε λογής εξηγήινα τέρατα. Οι γραφιάδες, δηλαδή οι σεναριογράφοι, ξύνουν το γεµάτο από άχυρα κεφάλι τους και επινοούν οτιδήποτε αρέσει στα αφεντικά τους.

Εξωγήινα τέρατα παντού. Στο υπέδαφος, τον ωκεανό, στη ζούγκλα, σε κάποιον πλανήτη µακρινό. Τα Αλιεν έχουν κατακλύσει τις αίθουσες. Και οι αίθουσες µεταβάλλονται σε εικονικά κρεοπωλεία. Με ανθρώπινη σάρκα, µε άφθονο αίµα, µε ανοιγµένα κεφάλια, µε διαµελισµένα πτώµατα. Εµετός.

Κάπως έτσι το 1987, µόλις οκτώ χρόνια µετά την πρώτη ιστορική και διθυραµβική έξοδο του πρώτου και απείρως καλύτερου «Αlien», ο κάποιος Ντέραν Σαράφιαν σκαρώνει τον «Αlien Ρredator». Ενα εξωγήινο τέρας, πανέξυπνο, πανούργο, αιµοβόρο, κανιβαλικό. Που στήνει παγίδες και σκοτώνει κοινούς θνητούς.

Ο Ροµπέρτο Ροντρίγκεζ, ένα µειράκιον από το Μεξικό, κολλητός του Κουέντιν Ταραντίνο, ενθουσιάζεται, ηδονίζεται και φυσικά εµπνέεται απ’ αυτόν τον εµετό. Ο άνθρωπος είναι ειδικός. Ετσι ακολουθούν άφθονες παραλλαγές. Μία απ’ αυτές, κάτι σαν ριµέικ του πρώτου «Ρredator» µε ελληνικό τίτλο «Οι κυνηγοί» και συµπαραγωγό τον Ροντρίγκεζ, επανακάµπτει από σήµερα προς τέρψιν των αφασικών.

Το στόρι από δάνεια τριών, εντελώς ανόµοιων µεταξύ τους, ιστοριών. «Οι δέκα µικροί νέγροι» της Αγκαθα Κρίστι. «Οταν ξέσπασε η βία» (Deliverance) του Τζον Μπούρµαν και του 1972. Και «Αλιεν» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Πώς συµβαίνει αυτό; Το εξηγώ. Οι δέκα µικροί νέγροι, γιατί ο δολοφόνος σκοτώνει ένα ένα τα ανυποψίαστα θύµατά του. Το «Deliverance», επειδή η δράση τοποθετείται σε µια εχθρική ζούγκλα µε αντίπαλο κάποιο αόρατο ον. Και το «Αλιεν», επειδή ο εχθρός είναι ένα εξωγήινο τέρας. Εχουµε και λέµε λοιπόν: Μια οµάδα, γύρω στους 8, αν τους µέτρησα σω στά, κάτι σαν ΛΟΚατζήδες, ΟΥΚάδες, µισθοφόροι και Ράµπο, καταλήγουν χωρίς ούτε εκείνοι να καταλαβαίνουν πώς διάολο βρέθηκαν εκεί, σε κάποια ζούγκλα ενός άλλου πλανήτη. Μπορεί και σε κάποιο παρθένο σηµείο της Γης. Ουδεµία σηµασία. Ανάµεσά τους µια γυναίκα, ένας µαύρος, ένας Ινδιάνος, και ένας Γιαπωνέζος. Απαντες εκπαιδευµένοι σε κάτι το µοναδικό. Καθώς διασχίζουν αυτό το εχθρικό και άγνωστο τοπίο πέφτουν σε κάποια θανάσιµη παγίδα. Καρφιά σε δέντρα, καλώδια ηλεκτροφόρα, µεταλλαγµένα και στην όψη τροµακτικά σκυλιά και διάφορα τέτοια. Ετσι ένας ένας καταλήγουν τροφή για τα σκουλήκια. Τι συµβαίνει; Απλό. Αυτός ο πλανήτης είναι ένας κυνηγότοπος κάποιου θηριώδους και πανέξυπνου εξωγήινου τέρατος. Το οποίο κάνει το κέφι του παγιδεύοντας ανθρώπινα όντα. Και το οποίο εντοπίζει τα θύµατά του µε υπέρυθρες ακτίνες και σκοτώνει µε ενεργειακά πυρά. Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως αυτό το τέρας δεν είναι ορατό. Ετσι οι οκτώ κυνηγοί µετατρέπονται σε θηράµατα κάποιοι ακατανίκητου, ζωντανού και ευφυούς «όπλου». Το οποίο «φέρνει» ανθρώπους στον πλανήτη του για να τους κυνηγήσει και να τους αποτελειώσει. Τhe end!

Οσο για τη σκηνοθεσία του κάποιου Νίµροντ Αντάλ, τα πράγµατα απλά. Στο πρώτο ηµίωρο όσο το τέρας είναι αόρατο και ο κανιβαλισµός δεν έχει αρχίσει, ο θεατής αισθάνεται την απειλή και η αφήγηση πορεύεται κάπως σεµνά. Ετσι και αρχίσει το πανηγύρι, φεύγει ο σκηνοθέτης και έρχονται ο κρεοπώλης µε τους ειδικούς των οπτικών εφέ. Α, ξέχασα τα ονόµατα του cast: Εντριεν Μπρόντι (ο Πιανίστας του Ροµάν Πολάνσκι), Λόρενς Φίσµπερν (για λίγα λεπτά), Αλις Μπράγκα, Τόφερ Γκρέις, Ουόλτον Γκόγκινς και Ντάνι Τρέχο. Και κάτι ακόµα. Το πιο σηµαντικό. Οσες και όσοι επιθυµείτε σφόδρα να µεταλάβετε πραγµατική, αόρατη απειλή, πραγµατική αγωνία και ιδρωµένη ατµόσφαιρα, να σπεύσετε και να εξασφαλίσετε δύο _ στο είδος τους _ αριστοτεχνήµατα. Κατά χρονολογική σειρά: «Οταν ξέσπασε η βία» (Deliverance) του Τζον Μπούρµαν και του 1972. Και «Ανθρωποκυνηγοί» (Southern Comfort) του Ουόλτερ Χιλ και του 1981. Θα µε ευγνωµονείτε!

}}

«Οι κυνηγοί»

Εξωγήινα τέρατα Πλανήτης-κυνηγότοπος Μια οµάδα µισθοφόρων Κατάληξη κανιβαλισµός

Βαθµολογία =0

(ουστ από δ!)

Σεξ διά τηλεφώνου

Να το κάνουµε; Να το κάνουµε.

Και το έκαναν. Τηλεφωνικώς εννοείται. Εκείνη, η µεγαλοµπεµπέκα _ Ντρου Μπάριµορ, στο βάρος της σηµερινής Ρούλας Κοροµηλά _ από το κρεβάτι της στο Σαν Φρανσίσκο. Εκείνος, ο Τζάστιν Λονγκ, εντελώς άχρωµος, αδιάφορος και ασήµαντος, από το κρεβάτι του στη Νέα Υόρκη. Τουτέστιν «Going the distance» που ελληνικώς παραφράστηκε «Από µακριά και αγαπηµένοι». Της σαραντάρας Νανέτ Μπέρστιν, διάσηµης όχι τόσο για τις καλλιτεχνικές της ικανότητες όσο για το µπαρ «Τhe Ηalf Κing» που διαθέτει µετά του συζύγου της!

Το «θέµα» εντελώς σηµερινό. Η επικοινωνία µέσω τεχνολογιών. Από το e-mail και το SΜS µέχρι το facebook. Από εκεί τα προξενιά. Ενίοτε θα βρεθούν θα ανταλλάξουν καµιά κουτουράδα, µπορεί και να κοιµηθούν, και την εποµένη «άντε γεια». Οµως ο σεναριογράφος Τζοφ ΛαΤουλίπ το είδε διαφορετικά. Τα παιδιά θέλουν, όµως η δουλειά τούς έχεις αποµακρύνει αναγκαστικά. Βρε βρε τι µας κάνουν τ’ αφεντικά. Η Εριν (η Μπάριµορ φυσικά) ως ρεπόρτερ σε κάποια εφηµερίδα του Σαν Φρανσίσκο. Ο Γκάρετ (ο Τζάστιν Λονγκ) σε µια δισκογραφική εγκατεστηµένη στη Νέα Υόρκη. Ετσι οι γραµµές πιάνουν φωτιά. Ετσι τηλεφωνικό σεξ. Κι έτσι καµιά φορά ταξιδεύουν και βρίσκονται πότε στην ανατολική, πότε στη δυτική πλευρά της Αµερικής. Κι έτσι εκνευρίζονται, τσατίζονται, το σκέφτονται. Με έναν λόγο ταλαιπωρείται η σχέση πριν καν ολοκληρωθεί.

Τι µένει απ’ όλα αυτά; Πρώτα το ακατάλληλο, δηλαδή το καθόλου τσαχπινιάρικο, καστ. Αν έπαιζε η Μεγκ Ράιαν (στα νιάτα της φυσικά) θα µιλούσαµε για εντελώς διαφορετική µατιά. Περασµένα µεγαλεία και θυµώντας τα να χαµογελάς. Δεύτερον, η µονοτονία. Ακούνητη η ιστορία. Και τρίτον η βαρεµάρα. Αφόρητη. Τίποτα δηλαδή; Ε, όχι και τίποτα. Ενίοτε πετάγεται και καµιά ατάκα της προκοπής. Οπως «Κουρεύεσαι µόνος σου και γλείφεις το πουλί σου. Δηλαδή είσαι ελβετικός σουγιάς». Οπως «θυµωµένος αυνανισµός». Και όπως «Δεν είναι µουστάκι, αλλά µηχανή του χρόνου». Τι προτείνω; Το γνωστό. Μη βιάζεσαι.

Ως DVD θα καλύψει τον άδειο χρόνο σου. Αντε γεια!

}}

«Από µακριά και αγαπηµένοι»

Η Ντρου Μπάριµορ στο Σαν Φρανσίσκο Ο Τζάστιν Λόγκαν στη Νέα Υόρκη Η απόσταση βλάπτει σοβαρά τη σχέση

Βαθµολογία = 3

(προτιµότερη κάποια ελληνική κωµωδία)

Ηδονή και θάνατος µαζί

«Η Ελενα και οι άντρες της» (Εlena et les hommes)

του θρυλικού Ζαν Ρενουάρ (1894-1979). Σκηνοθέτη του «Κανόνα του παιχνιδιού», της «Μασσαλιώτιδας» και της «Μεγάλης χίµαιρας». Εδώ λοιπόν, δύο χρόνια µετά το «French Can Can» το µιούζικαλ. Η ιστορία κάτι σαν παρωδία, σαν µουσική, σαν ροµάντζο, σαν µπουλβάρ και σαν πολιτική. Μερικές σκηνές πλήθους παραπέµπουν στην κλασική, βουβή, αµερικανική κωµωδία αλλά και στους Μarx brothers. Ολα µέσα. Ενα γοητευτικό _ στην εποχή του _ µείγµα. Ο Ρενουάρ αναφέρεται σ’ έναν θρυλικό γάλλο στρατηγό µε το όνοµα Ζορζ Ερνέστ Μπουλζέρ (1837-1891) που τον Ιανουάριο του 1889 µαζί µε τη «συµµορία» του και µε πλήθος οπαδών ετοίµαζε coup d’ etat, πραξικόπηµα προς κατάληψη της εξουσίας από τη δική του δικτατορία.

}}

Κέντρο του σύµπαντος µια ξεπεσµένη αριστοκράτισσα, η Ελένα (Ινγκριντ Μπέργκµαν) η οποία για χρήµα την πέφτει σε τρεις αρσενικούς.

Βαθµολογία = Ταινιοθήκη

Σ’ έναν «παχύρρευστο» βιοµήχανο, για το πορτοφόλι. Στον στρατηγό Φρανσουά Ρολάν (τον υποδύεται ο Ζαν Μαρέ) και για την εξουσία. Και σ’ έναν αριστοκράτη (ο Αµερικανός Μελ Φερέρ) για το φλερτ. Μύλος. Η µάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη µάνα. Αξιοθαύµαστος ο τρόπος καθοδήγησης τόσων ηθοποιών και η γεωµετρία των σκηνών. Αξιοθαύµαστη και η Ζιλιέτ Γκρεκό σ’ ένα µελωδικό τραγούδι που σε κερδίζει από την πρώτη νότα. Αλλά το σύνολο ξεπερασµένο. Μόνο για ειδικό κοινό.

«Ηδονή» (le Ρlaisir) του Γερµανού Μαξ Οφίλς (1902-1957) µε κορυφαία του στιγµή το ανεπανάληπτο «Γράµµα µιας άγνωστης» (Letter from an uknown woman) του 1948 µε Τζόαν Φοντέν και Λουί Ζουρντάν. Τέλος πάντών. Εδώ µε πλήθος γαλλικών ονοµάτων: Κλοντ Ντοφίν, Μαντλέν Ρενό, Ζινέτ Λεκλάρ, Ντανιέλ Νταριέ, Ζαν Γκαµπέν, Ζαν Σερβέ, Ντανιέλ Ζελέν. Με τρεις ιστορίες. Στην πρώτη ένας άντρας κρύβει την ηλικία του από τα υποψήφια «κορίτσια» του. Αιώνια Νεότητα. Στη δεύτερη µια «µαντάµ» προσκοµίζει τα «κορίτσια» της στην επαρχία προκειµένου να παραβρεθεί στη µετάληψη της ανιψιάς της. Αγνότητα δηλαδή. Και στην τρίτη ένας ζωγράφος ερωτεύεται το µοντέλο του. Ηδονή και Θάνατος µαζί. Οπως και µε την ταινία του Ρενουάρ, έτσι κι εδώ. Μόνο για ειδικό, µικρό κοινό

Βαθµολογία = Ταινιοθήκη

Παραµύθια από Ιρλανδία

Και ερχόµαστε στην τρίτη φρέσκια πρεµιέρα του ρακένδυτου αυτού επταήµερου. Οπου σκηνοθέτης είναι ο Νιλ Τζόρνταν των εξήντα ετών («Μόνα Λίζα» αλλά και «Τhe Crying games», δηλαδή «Το παιχνίδι των λυγµών» αλλά και «Συνέντευξη µ’ έναν βρικόλακα»). Με ένα παραµύθι, κάτι σαν θρύλο από την παράδοση των Βίκινγκς και της Ιρλανδίας µε το πασίγνωστο όνοµα Οντίν, «Οndine». Παρεµπιπτόντως, το όνοµα αυτό παραπέµπει σε µυθική θεότητα της παράδοσης των σκανδιναβικών αλλά και των γερµανικών χωρών και στη συνέχεια των Αγγλοσαξόνων. Μια θεότητα µε ποικίλες ιδιότητες, όπως σοφία, πόλεµος, ποίηση, µαγεία, προφητεία. Εδώ λοιπόν ένας ψαράς (Κόλιν Φάρελ) σε κάποιο χωριό της Ιρλανδίας «πιάνει» µια πανέµορφη γυναίκα µε το όνοµα Οντίν (η Μεξικάνα Αλίζια Μπαχλέντα Βachleda). Και όπου η κόρη του η Ανι (Αλισον Μπάρι) εκλαµβάνει αυτό το πλάσµα ως κάτι σαν γυναίκα-ψάρι, δηλαδή εξωτικό. Ετσι ευελπιστεί ότι από την παρουσία της θα γιατρευτεί. Οµως ο πατέρας της άλλα λογαριάζει. Ερωτευµένος µε την Οντίν, σε «άλλον» κόσµο ονειρεύεται να βρεθεί!

Τηρουµένων των αναλογιών, η σκηνοθεσία του Τζόρνταν σκέτο φυλακτό. Συγκριτικά εννοείτε. Γιατί αν µε ρωτούσατε αν θα ήθελα να το ξαναδώ, χωρίς δεύτερη σκέψη θα έλεγα «καλό, αλλά µέχρι εδώ»!

}}

«Οντίν»

Ο ψαράς, η γυναίκα της θάλασσας και η κοπέλα Παραµύθι του Νιλ Τζόρνταν

Βαθµολογία = 5

(Μax)

Κung Fu kid

Εδώ να δεις ένα φάκελο από χορό τρελό. Εχουµε και λέµε λοιπόν. Το 1984 ο Τζον Αβιλτσεν υπογράφει το πρώτο και πιο διάσηµο «Κarate Κid». Τότε ο Ραλφ Μάτσιο που έπαιζε τον Κid (τον πιτσιρικά) ήταν κοτζάµ γαϊδούρι 23 ετών. Δύο χρόνια µετά «Κarate Κid Ρart ΙΙ». Τρία χρόνια αργότερα «Κarate Κid ΙΙΙ» και πέντε χρόνια µετά, κάπου γύρω στα 1994, φεύγει από τη µέση ο… παππούς Μάτσιο και τη θέση του ως Κid καταλαµβάνει η εικοσάχρονη Χίλαρι Σουάνκ. Ενδιαµέσως έγινε τηλεοπτική σειρά, µπλουζάκια, µπιχλιµπίδια, παιχνίδια, τα πάντα. Οι παραγωγοί έβγαλαν ένα σκασµό λεφτά. Και στις τέσσερις ο µακαρίτης Πατ Μορίτα (1932-2005) έπαιζε τον δάσκαλο και τον γκουρού!

Το κόλπο φυσικά ήταν στηµένο µε τρία δολώµατα. Το πρώτο, η αυτοάµυνα. Το δεύτερο, οι πολεµικές τέχνες. Το τρίτο, η εξωτική Ασία. Περίφηµα. Ο χρόνος κύλησε, αλλά ο Κid δεν ξεχάστηκε. Ως εκ τούτου η ίδια πάνω – κάτω ιστορία, σε παραλλαγή Κung Fu, δηλαδή πιο αυθεντική µε τους ίδιους περίπου χαρακτήρες που επινόησε ο Ρόµπερτ ΜακΚάµεν, επανεµφανίζονται στο «Τhe Κarate Κid» του Χάραλντ Ζούαρτ. Ούτε που τον ξέρω. Ούτε που µε ξέρει. Who cares!

Τα τρία πλεονεκτήµατα _ τουλάχιστον µέχρι τα µισά αυτής της ποταµιαίας ιστορίας διάρκειας 140 λεπτών, ουφ! _ είναι τα εξής. Η µικρή ηλικία του Τζέιντεν Σµιθ _ υιού του Ουίλ Σµιθ _ µόλις 12 ετών (εξαιρετικός µαζί µε τον πατέρα του στο υποδειγµατικό δράµα «Τhe Ρursuit of Ηappyness» Το κυνήγι της ευτυχίας, το συνιστώ). Η εµβληµατική παρουσία του 57χρονου Τζάκι Τσαν στον ρόλο του γκουρού πολεµικών τεχνών. Καθώς και µερικά ίχνη ασιατικής φιλοσοφίας, όπως «η καλύτερη µάχη είναι αυτή που αποφεύγουµε». Από το στόµα του Τζάκι Τσαν στου θεού τ’ αυτί!

Προκειµένου να γίνει ακόµα πιο αυθεντική, η δράση τοποθετείται στη σηµερινή Κίνα. Οπου η µητέρα του µικρού και µαύρου Κarate Κid µετακοµίζει στο Πεκίνο. Ετσι ο αµερικανός πιτσιρικάς καταλήγει εύκολη λεία για τα δόντια τεσσάρων συµµαθητών του, άρτια εκπαιδευµένων στο Κung Fu. Οι οποίοι τον τουλουµιάζουν αγρίως στο ξύλο, µε αποτέλεσµα ο µικρός να τρώει χώµα διαρκώς. Τι να κάνει; Αδιέξοδο. Ωσπου ο συντηρητής της πολυκατοικίας, ένας περίεργος, ήσυχος και διακριτικός τύπος, αναλαµβάνει να τον εκπαιδεύσει στο αληθινό και πανάρχαιο Κung Fu. Επί µία εβδοµάδα ο µικρός πρέπει επί ώρες να βάζει και να βγάζει το µπουφάν του από ένα καρφί. Ετσι µαθαίνει ισορροπία, υποµονή και µεθοδικότητα και έτσι στο κρίσιµο τουρνουά κατεβαίνει να παλέψει εναντίον των εχθρών. Από τη µια η παλιά Κίνα του Τζάκι Τσαν. Του Βούδα και του Κοµφούκιου (550 π.Χ-479 π.Χ). Από την άλλη η Κίνα η σηµερινή. Με συνθήµατα όπως Οχι πόνος, Οχι οίκτος, Οχι αδυναµία. Κill them all. Τουτέστιν ένα µαυράκι από τις ΗΠΑ, ο συνεχιστής και ο αληθινός ευαγγελιστής των διδαγµάτων της αρχαίας κινεζικής φιλοσοφίας. Παιδιά, κρατήστε µε. Δεν τους αντέχω!

Το κινηµατογραφικό και ουσιαστικό διά ταύτα µοιρασµένο στα δύο. Το πρώτο µέρος χαµηλόφωνο, πειστικό, αρµονικό. Το δεύτερο θορυβώδες, φλύαρο, κουραστικό. Αν δεν το έβλεπα δεν θα έχανα κάτι αξιόλογο και ξεχωριστό!

}}

«Τhe Κarate Κid»

Στην πραγµατικότητα Κung Fu

Τζάκι Τσαν διδάσκει τον γιο του Ουίλ Σµιθ Η µεγάλη διάρκεια «σκοτώνει» το Κid

Βαθµολογία = 4 (too long)