Αν συµπεριλάβουµε την «ιστορία» του Ντιόγκο στο βιβλίο των «χαµένων µεταγραφών» του ελληνικού ποδοσφαίρου, τότε θα οδηγηθούµε στο συµπέρασµα που αφορά τον τρόπο δουλειάς των ισχυρών συλλόγων µας.

Οπως δείχνουν τα «σηµάδια», ο Ολυµπιακός και ο Παναθηναϊκός δεν είναι σε θέση να «ψωνίζουν» παίκτες σε νεαρή ηλικία από τη Λατινική Αµερική (και γενικότερα από το εξωτερικό), γιατί µε τη φιλοσοφία που αντιµετωπίζουν το ποδόσφαιρο δεν έχουν τη δυνατότητα να τους αξιοποιήσουν.

Πώς λειτουργούν οι δύο σύλλογοι; Στο µυαλό των οπαδών είναι µόνον η κατάκτηση του πρωταθλήµατος και στη σκέψη των διοικούντων το µπόνους (που κυµαίνεται από 20 έως 25 εκατοµµύρια ευρώ) της συµµετοχής στο Τσάµπιονς Λιγκ.Αν προσθέσουµε σε αυτό ότι αλλάζουν και προπονητή δύο φορές τον χρόνο, αφού για τους λόγους που προαναφέραµε κανείς δεν µπορεί να περιµένει, τότε µπορούµε να κατανοήσουµε γιατί οι «Νίνηδες» του εξωτερικού δεν µπορούν να βελτιώσουν το όποιο ταλέντο τους και να έχουν την Ελλάδα ως τον πρώτο σταθµό της Ευρώπης.

Να ήταν µόνον ο Ντιόγκο; Ούτε ο Λεονάρντο έπιασε, ούτε και πιο παλιά ο Ντρασένα όπως και ο Ντέιβιντ ή ο Μουν και ο Ρουκάβινα.

Τι ζητάνε οι ελληνικές οµάδες; Τον παίκτη που θα έχει διανύσει το µεγαλύτερο µέρος της ποδοσφαιρικής του διαδροµής και θα έλθει εδώ για να κάνει δική του υπόθεση τον τίτλο. Οπως ο Τζιοβάνι ή ο Ριβάλντο και τώρα ο Σισέ. Τέτοιες περιπτώσεις ταιριάζουν για τους συλλόγους µας όπου δεν απαιτείται ούτε η σηµαντική συµβολή του προπονητή, ενώ ταυτόχρονα δηµιουργούνται και τα νέα είδωλα για το απαιτητικό κοινό.

Να «φεύγουν» και οι φανέλες και όλα τα σχετικά.

Ποιος νοιάζεται για την οργάνωση που θα εξασφαλίσει το αύριο και θα οργανώσει τον σύλλογο σε πιο γερές βάσεις;

Για το σήµερα υπάρχει η ανησυχία, γι’ αυτό και αντί να πάνε µπροστά, κάνουν σηµειωτόν στο χθες….