Η ελληνική οικονοµία µετά την επιβράδυνση της τετραετίας 2005-2008 και την υποχώρηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος κατά 4% το 2009, βρίσκεται πλέον σε βαθιά ύφεση. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει παράταση της ύφεσης και το 2011 (-3,7% µείωση του ΑΕΠ το 2010 µε επίπεδο ανεργίας 12,1% και -2,5% µείωση του ΑΕΠ το 2011 µε επίπεδο ανεργίας 14,3%). Η ανεργία την περίοδο Απριλίου 2009 – Μαρτίου 2010 αυξήθηκε κατά 130.000 άτοµα και αντίστοιχη είναι η πρόβλεψη για το έτος 2010-2011, ενώ το ποσοστό της πραγµατικής ανεργίας θα υπερβεί στο τέλος του 2011 το 20% (ένα εκατοµµύριο ανθρώπους), φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα της πεντηκονταετίας. Με αυτά τα δεδοµένα, σύµφωνα µε τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αριθµός των απασχολουµένων το 2011 στην Ελλάδα θα υποχωρήσει κατά µία πενταετία, δηλαδή θα επανέλθει στο επίπεδο του 2006.

Από την άποψη αυτή είναι φανερό ότι το κύριο βάρος της οικονοµικής κρίσης και ύφεσης καθώς και της εφαρµοζόµενης οικονοµικής πολιτικής στη χώρα µας, η οποία εµπνέεται και συστοιχείται καθ’ ολοκληρίαν στις κατευθύνεις και το περιεχόµενο του Μνηµονίου, επωµίζεται η µισθωτή εργασία σε όρους εισοδηµατικούς (-20% του εισοδήµατος), σε όρους συνταξιοδοτικούς (-25% έως -50% των συντάξεων) και σε όρους εργασιακούς (απορρύθµιση των εργασιακών σχέσεων και αύξηση της ανεργίας). Πράγµατι, το επερχόµενο κραχ στην αγορά εργασίας τροφοδοτείται από τη σηµαντική αύξηση της ανεργίας και από τη µείωση της απασχόλησης (πρώτη φορά από το 1991), η οποία υπερβαίνει ακόµη και αυτή της συνολικής µείωσης της απασχόλησης. Επιπλέον, αξίζει να σηµειωθούν οι σοβαρές αρνητικές προβλέψεις της απασχόλησης για τη δεκαετία 2010-2020, σύµφωνα µε τις οποίες προβλέπεται η δηµιουργία µόνο 107.000 θέσεων εργασίας, αντί 450.000 νέων θέσεων εργασίας κατά τη δεκαετία 2000-2010.

Κατά συνέπεια, το µέλλον για την απασχόληση στην Ελλάδα παραµένει δυσοίωνο και επιδεινούµενο, µε αποτέλεσµα να προστεθούν κι άλλες χαµένες θέσεις εργασίας σ’ αυτές που ήδη χάθηκαν. Οι δυσµενείς αυτές εξελίξεις για τον κόσµο της µισθωτής εργασίας συνοδεύονται από την παντελή έλλειψη στο Μνηµόνιο αναπτυξιακών στοιχείων καθώς και εισοδηµατικών, κοινωνικών ισοδύναµων στην επιβολή των µέτρων δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και λιτότητας. Το αποτέλεσµα είναι η συρρίκνωση της ζήτησης και της κατανάλωσης της µισθωτής δηµόσιας και ιδιωτικής εργασίας, καθώς και η παράταση των συνθηκών οικονοµικής κρίσης και ύφεσης, τόσο σε όρους στασιµοπληθωρισµού όσο και σε όρους κραχ στην αγορά εργασίας µε την καλπάζουσα αύξηση της ανεργίας.

Ετσι, για την αποτροπή του κραχ στην αγορά εργασίας, αποτελεί στόχο επείγουσας προτεραιότητας η κατανόηση του αναπτυξιακού διακυβεύµατος στην προοπτική 2010-2020, µε την έννοια της ανατροπής της αναπτυξιακής επιλογής των αρχών της δεκαετίας του 1990 (εµπόριο, κατασκευές, ναυτιλία, τουρισµός, ιδιωτική κατανάλωση µε δανεισµό, εισοδηµατική και φορολογική ανισότητα, ανταγωνιστικότητα µε µείωση του κόστους εργασίας…) και η εγκαθίδρυση, τόσο σε επίπεδο εννοιών και περιεχοµένου όσο και σε επίπεδο στρατηγικών και πολιτικών, ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου (διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, αναδιανοµή του εισοδήµατος, ποιότητα, καινοτοµία, τεχνολογία…).

Σε διαφορετική περίπτωση, οι δύσκολες προοπτικές της αγοράς εργασίας θα επιδεινωθούν µε την έξαρση των αντιφάσεων «µείωση των προσλήψεων – αύξηση των απολύσεων» και «µείωση των δηµοσίων ελλειµµάτων – αύξηση των ελλειµµάτων στις θέσεις εργασίας». Από την άποψη αυτή, τα µέτρα λιτότητας εκτός από επώδυνα είναι και µέτρα υψηλού κινδύνου, µε την έννοια της παράτασης της ύφεσης, της αύξησης της ανεργίας και της ανάσχεσης της ανάπτυξης.

ΝΕΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

Χρειαζόµαστε νέο αναπτυξιακό πρότυπο στηριγµένο στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, την ποιότητα, την καινοτοµία, την τεχνολογία

Ο Σάββας Ροµπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστηµίου, επιστηµονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.