Oταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξηγεί στον γάλλο και τον γερμανό πρέσβη γιατί θα καταψηφίσει τα μέτρα ενώ τα «εγκρίνει», όλες οι αντιφάσεις που δομούν κατ΄ ουσίαν τη ζωή αυτής της χώρας από καταβολής είναι εφικτές, με πρώτη και καλύτερη την επιτελεστική αντίφαση που ονομάζεται κατ΄ ευφημισμόν «Ελληνική Πολιτεία»: κράμα μισαλλοδοξίας και προσωπικού συμφέροντος του πολιτικού της προσωπικού.

«Πού πάμε;»: Εάν προσθέταμε και ένα «βρε» («βρε πού πάμε;»), τότε ο ίδιος ο Βασίλης Αυλωνίτης θα απαντούσε στο άγνωστο. Αυτή όμως η μηδενιστική αλλά κωμική αποστροφή υπήρξε ανέκαθεν ο δείκτης της ατομικής όσο και της κοινωνικής πορείας όλων μας, ακόμη και των προνοητικότερων επιβατών αυτής της βάρκας που κατ΄ ευφημισμόν ονομάζεται «Ελπίδα», ενώ πρόκειται για το σαπιοκάραβο του πλέον ασυνείδητου εφοπλιστή, του πλέον ανεύθυνου καπετάνιου και του πλέον δωροδοκημένου λιμενάρχη: «Σάμαινα». Ή όπως είχε πει στη Βουλή ο Κ. Σημίτης: «Αυτή είναι η Ελλάδα».

«Πού πάμε;». Στην Ελλάδα!

ΥΓ: Σοβαρολογώντας η ρουμπρίκα «πού πάμε;» δεν εκφράζει μόνο την αμηχανία των «ΝΕΩΝ» που την προτείνουν αλλά και το άγχος όλων μας προ του γενικευμένου μηδενισμού. Η υπέρβασή του όμως ούτε μέσω της μεταφυσικής ούτε της ηθικής είναι δυνατή. Διότι η μεταφυσική των πολιτικών μας όταν προτείνουν στη Βουλή «νομικίστικες» ή «επαναστατικές» λύσεις μόνο την τρύπα της πολιτικής βουλώνουν. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ελληνικός μηδενισμός δεν είναι ένα ατύχημα της ιστορίας που μπορεί να διορθωθεί. Είναι ίσως ένα στίγμα του Νεοέλληνα που θα τον ακολουθεί όπως το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας. Ο ψυχρόαιμος Κρούγκμαν είναι πιο απαισιόδοξος: «Στο τέλος η Ελλάδα θα εγκαταλείψει και το ευρώ».