Η κρίση, αν είχε φωνή, θα έλεγε: «Θα σ΄ ακολουθώ παντού, θα ζω κάτω από τη δική σου στέγη, θα παραμορφώνω τα όνειρά σου». Ομως η φωνή αυτή έτσι όπως πάμε κινδυνεύει να μη μας ξενίζει. Να γίνει μια γνώριμη και ανησυχητικά οικεία φωνή. Η «κρισιολογία», οι λόγοι που αφειδώς και ακατάπαυστα αρθρώνονται γύρω από την κρίση, εξοικειώνουν αλλά και οδηγούν στη φυσικοποίησή της. Η κρίση τείνει να πάρει τις διαστάσεις ενός φυσικού φαινομένου, κάτι με το οποίο καλούμεθα να ζήσουμε, όπως ο αέρας που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε.

Μήπως αυτό βοηθάει στην αποδραματοποίηση και στην καλύτερη αντιμετώπισή της; Δεν θα το έλεγα. Το νερό όταν είναι δηλητηριασμένο, ο αέρας όταν είναι βρώμικος, δεν προσφέρεται για αποδοχή. Ισως μαθήματα ανυπακοής παρά πειθαρχίας και αποδοχής (που συνεχώς παραδίδονται) να είναι πιο χρήσιμα και ωφέλιμα για την ψυχική οικονομία. Μιλώ για τους τρόπους πρόσληψης της κρίσης.

Μια αντίσταση στη φυσικοποίηση της κρίσης; Ναι. Η κοινοτοπία του κακού για το οποίο μίλαγε η Χάνα Άρεντ πάει να δώσει τη θέση της στην κοινοτοπία της κρίσης. Εχω την αίσθηση ότι μια τέτοια μεταμόρφωση, μια τέτοια δηλαδή αποδραματοποίηση του δράματος δεν είναι για καλό.

Μια κουλτούρα κρίσης εξυφαίνεται. Ορισμένοι έχουν ήδη αρχίσει από εδώ να κερδίζουν. Εννοώ πολύ απλά ότι έχουν ήδη αρχίσει να βγάζουν λεφτά (Τόσο απλό; Ναι! Τόσο απλό!). Ηδη έχουν αρχίσει να κάνουν χρυσές δουλειές οι ακούραστοι (εγχώριοι και ξένοι) επινοητές της αξιοποίησης των πάντων. Και ως δηλητηριασμένος, ακόμα και ο αέρας που αναπνέουμε προσφέρεται για αξιοποίηση και για μεγιστοποίηση του κέρδους. Ενώ οι εργοδότες, έχοντας υπό τη δούλεψή τους έμφοβους εργαζομένους και με λιγοστεμένες τις προσδοκίες τους, τρίβουν τα χέρια τους.

Η μεταπολεμική περίοδος των αυξανόμενων προσδοκιών, ο ψυχαναγκαστικός οπτιμισμός της προόδου που καλλιέργησε την ουτοπία μιας αέναης ανάπτυξης και βελτίωσης, μιας ατέρμονα κερδοφόρας ατομικής και συλλογικής ύπαρξης όπου η έλλειψη και η απώλεια δεν αντιμετωπίζονταν παρά μόνο ως ατομικά σφάλματα, έχει οριστικά τελειώσει. Ενταφιάστηκε. Ομως ο θάνατος αυτός δεν γίνεται αποδεκτός. Οι ιθύνοντες δεν επιθυμούν τη διεργασία πένθους. Γιατί απλούστατα μυστικά μέσα τους ελπίζουν, όσο κι αν κανείς δεν θα το παραδεχτεί, πως ο μακαρίτης θα ξαναζωντανέψει! Μακάβριο; Ναι. Ομως οι ένοχοι και συνένοχοι της κρίσης, οι συμμετέχοντες στο παιχνίδι της αλόγιστης και τυφλής αντιανθρώπινης «προόδου», δεν το βάζουν εύκολα κάτω. Θα κερδίσουν όσο μπορούν τώρα και θα φαντασιώνουν ότι τα πράγματα θα επιστρέψουν και πάλι εκεί που ήσαν. Μια μικρή ή μεγάλη περίοδος ύφεσης, δηλαδή, και μετά πάλι εδώ είμαστε! Και ξανά προς τη δόξα θα τραβά ο ανάλγητος φιλελευθερισμός, εκείνος που θυσιάζει τη ζωή στον βωμό του θανάτου.

Τι γίνεται όμως με όλους τους υπόλοιπους; Οσους είναι από την άλλη όχθη; Εκείνους που υφίστανται δίχως καμιά ευθύνη τα δεινά της κρίσης; Υπάρχουν και αυτοί. Και είναι η μεγάλη πλειονότητα. Γι΄ αυτό εκ του πονηρού ακούω και θυμώνω με όλες αυτές τις καταχρηστικές γενικεύσεις, τις ηθικοπλαστικές και αδίκως ενοχοποιητικές: «όλοι φταίμε», «να αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας». Διαφωνώ κάθετα. Δεν φταίμε όλοι. Αν όλοι είναι φταίχτες. Δεν υπάρχει φταίχτης. Αν όλοι είναι ένοχοι, ο ένοχος έχει ασυλία. Οχι, δεν χρειάζονται ασυλίες. Δεν έχουν θέση οι άγονες ενοχοποιήσεις.

Η έμφοβη ζωή δεν μπορεί να είναι το ζητούμενο. Ακόμα λιγότερο η έμφοβη ενοχική ζωή. Ο φόβος και η ενοχή είναι ό,τι καλύτερο για την άρση της διεκδίκησης μιας εξόδου από μια κρίση που ο μέσος πολίτης δεν τη συλλογίστηκε, δεν την κατασκεύασε, δεν άντλησε οφέλη από αυτήν και καλείται τώρα να υποστεί τις αντιανθρώπινες συνέπειές της και μάλιστα αγόγγυστα.

Η κρίση και η αγριάδα όμως οξύνουν το βλέμμα. Επιτρέπουν μεταμορφώσεις και υπερβάσεις.

Γοητευμένος από τις ιστορίες της ζούγκλας, ο εξάχρονος Σεντ Εξιπερί ζωγράφισε το πρώτο του σχέδιο. Ενας βόας που είχε καταπιεί έναν ελέφαντα. Εμοιαζε με καπέλο. «Ενα καπέλο», αναφώνησαν οι μεγάλοι. Ο μικρός πρίγκιπας μόνο κατάλαβε ότι δεν ήταν καπέλο, αλλά βόας που είχε καταπιεί έναν ελέφαντα!

Ως αντίδοτο εξακολουθεί να υπάρχει το επινοητικό βλέμμα του απείθαρχου ευφάνταστου πλάσματος που κρύβουμε μέσα μας και η ελπίδα της τέχνης που ως παράθυρο στο χάος δεν προδίδει ποτέ. «Μας δείχνουν ένα καπέλο; Θέλω να δω αυτό που έχει μέσα, τον βόα που έχει καταπιεί έναν ελέφαντα και προσπαθεί να τον χωνέψει». Δεν θέλω να μείνω στην οφθαλμαπάτη του καπέλου.

HΦωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Η κρίση τείνει να πάρει τις διαστάσεις ενός φυσικού φαινομένου, κάτι με το οποίο καλούμεθα να ζήσουμε, όπως ο αέρας που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε