ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΑΡΑΓΕ ΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ
ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΄80, ΝΑ «ΛΥΓΙΣΟΥΝ
ΑΝΤΙ ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ»; ΠΟΙΟΝ ΡΟΛΟ ΕΠΑΙΞΑΝ ΟΙ ΑΝΤΙΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΕΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΟΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΕΣ
ΝΟΜΕΝΚΛΑΤΟΥΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥΣ; ΠΩΣ ΒΙΩΝΟΥΝ ΤΗ
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΟΙ ΑΠΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΛΑΪΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ; ΠΕΝΤΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ
ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΔΙΝΟΥΝ ΝΕΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ
«ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1989».
Κορυφαίος ιστορικός και συνδιευθυντής του θρυλικού ιστορικού περιοδικού «Αnnales», ο Μαρκ Φερό στο καινούργιο του βιβλίο προσπαθεί να κάνει λιανά στην εγγονή του, Σοαζίγκ, πώς έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, εστιάζοντας κυρίως στις αλλαγές που συντελέστηκαν στην ΕΣΣΔ. Μας ξεναγεί στα πολιτικά κλιμάκια, τις νομενκλατούρες, τη σκέψη του μεταρρυθμιστή Γκορμπατσόφ και το πώς οι χαραμάδες ελευθερίας που άφησε και η μη ολοκλήρωση της οικονομικής μεταρρύθμισης έγιναν απαρχή της κατάρρευσης του σοβιετικού οικοδομήματος και της μετατροπής της περεστρόικα σε ραστρόικα, κοινώς καρναβάλι, λόγω της απόλυτης αποδιοργάνωσης που επήλθε.

Ο Φερό προσπαθεί να εξηγήσει την ιστορία στο επίπεδο της υψηλής πολιτικής και επισημαίνει τα προβλήματα που δημιουργεί η συνεχιζόμενη δύσκολη πρόσβαση σε αρχειακές πηγές στη Ρωσία. Γι΄ αυτό ίσως διανθίζει την αφήγησή του με προσωπικές στιγμές και επαφές με Σοβιετικούς αξιωματούχους της εποχής. Καταπιάνεται όμως και με θέματα που απαιτούν άλλου είδους ανάλυση, όπως το πώς χειρίστηκαν τα δυτικοευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης την Πτώση του Τείχους- και αυτό είναι από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου.

Στην αρχή, μας λέει ο Φερό, «το Τείχος δεν αναφερόταν ποτέ παρά μόνο με τη μορφή χρονικών ή δραματικών ανεκδότων. Μετά πλημμύρισε τις οθόνες και η πτώση του το μετέτρεψε σε γεγονός». Εδώ, η αντίθεση με τη Μόσχα ήταν τεράστια, δεδομένου ότι εκεί το κοσμογονικό αυτό γεγονός δεν σχολιάστηκε καθόλου.

Ο Φερό καταφέρνει εν τέλει να συγγράψει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που δεν απευθύνεται μόνο σε εφήβους. Το κακό είναι όμως πως προσπαθώντας να πει (στην εγγονή του) τα πάντα, κάποιες πτυχές μένουν μετέωρες και σκόρπιες. Το βιβλίο περιλαμβάνει σύντομα βιογραφικά των πρωταγωνιστών και χρήσιμο χρονολόγιο που όμως περιέχει κάποια τρανταχτά πραγματολογικά λάθη (το τέλος του ελληνικού εμφυλίου τοποθετείται στο 1951). Δυστυχώς, ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης δεν απέφυγε τα εκφραστικά, μεταγραφικά και ορθογραφικά λάθη στο κείμενο και τις παραπομπές.

ελίτ δεν είχαν πια πολιτικό κεφάλαιο για να ξοδέψουν ώστε να ανακόψουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Θα μπορούσαν άραγε αυτές οι κουρασμένες νομενκλατούρες να πάρουν πολιτικά μαθήματα, να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα, να μεταρρυθμιστούν; Θα μπορούσαν αυτά τα καθεστώτα να αλλάξουν έστω και στο τέλος του ΄80, «να λυγίσουν αντί να σπάσουν;» Θα μπορούσε, τέλος, ένα είδος λενινιστικής «αγοράς» να διατηρήσει το ανατολικό μπλοκ στη ζωή, κατά το παράδειγμα της Κίνας, της Βόρειας Κορέας και του Βιετνάμ; Ίσως. Όμως οι τοπικές κομμουνιστικές ελίτ ήταν ιδεολογικά και πολιτικά αντίθετες, καταλήγει ο Κότκιν. Και έτσι έρχεται σε αντίθεση με συναδέλφους του, που στον ενδιαφέροντα συλλογικό τόμο Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου υποστηρίζουν πως αρκετοί «Ανατολικοευρωπαίοι» ηγέτες εξέταζαν μέχρι την τελευταία στιγμή το ενδεχόμενο μιας λύσης α λα κινέζικα σε όλα τα επίπεδα. Το ενδιαφέρον στον εν λόγω τόμο είναι πως υποστηρίζει ότι εν τέλει, την ώρα των πραγματικών δραματικών γεγονότων, οι πολιτικοί και από τις δύο πλευρές του Τείχους είχαν πολύ μικρό έλεγχο των καταστάσεων οι οποίες έτρεχαν από μόνες τους.