Με τον δικό της τρόπο μια ταινία- η «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη- ξαναφέρνει μπροστά μας αυτές τις μέρες ένα ερώτημα στο οποίο ποτέ δεν δόθηκε ικανοποιητική απάντηση: Γιατί άραγε στην Ελλάδα οι πολιτικές συγκρούσεις μοιάζουν από την πρώτη στιγμή να ωθούνται προς τα έσχατα; Γιατί αυτή η τάση προς το αμετάκλητο;

Καθώς ξαναζωντανεύει στην οθόνη ο Εμφύλιος ο θεατής αναγνωρίζει σ΄ εκείνα τα τραχιά και τυραννισμένα πρόσωπα μιας περασμένης εποχής κάτι που δεν έπαψε να το ζει, σχεδόν καθημερινά, αν και όχι με το όπλο στο χέρι. Αναγνωρίζει ο καθένας ότι με τους όποιους αντιπάλους του δεν τον χωρίζει μεγάλη απόσταση. Κι αυτό ακριβώς καθορίζει τη σχέση τους. Οι Έλληνες βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, γι΄ αυτό και συγκρούονται τόσο σφοδρά. Παράδοξο το φαινόμενο, όχι όμως και ακατανόητο. Μια σκηνή στην ταινία είναι σχετικά μ΄ αυτό αρκετά εύγλωττη. Παρουσιάζει μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ταμπουρωμένους απέναντι σε φαντάρους των κυβερνητικών δυνάμεων. Δύο παρατάξεις, δύο στρατόπεδα κι ανάμεσά τους λίγα μέτρα ορεινής γης, μερικά κοτρώνια και θάμνοι που είναι τόσο οικεία στους αντιμαχόμενους όσο είναι και τα πρόσωπα των αντιπάλων τους. Πράγματι, από τις φραστικές βολές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν αυτό που αποκαλύπτεται πρώτα απ΄ όλα είναι η οικειότητα ανάμεσα σε εμπόλεμους, η πληγωμένη και αθεράπευτη αλληλογνωριμία τους. Ανταλλάσσουν πειράγματα ανάκατα με βρισιές, προκαλούν και προσκαλούν ταυτόχρονα, φοβερίζουν και καυχώνται και οι καυχησιές τους δεν κάνουν άλλο από το να σκεπάζουν τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς τους. Να ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν. Ενώ διατηρείται στο βάθος η αμφιβολία, στην επιφάνεια κοχλάζει το μένος.

Οι Έλληνες αμφιβάλλουν για το αν οι ενάντιοι άλλοι- οι ανταγωνιστές τους, οι αντίδικοι, οι αντιφρονούντες- είναι τόσο άχρηστοι ώστε να τους αξίζει η ολοκληρωτική εξαφάνιση, η εξολόθρευση. Αμφιβάλλουν επειδή ζυμώνονται μεταξύ τους, συγχρωτίζονται αδιάκοπα, στενοχωριούνται όταν επιστρέφουν στο σπίτι εγκαταλείποντας το καφενείο, την αγορά, τις συζητήσεις που ανάβουν τα αίματα. Δεν θέλουν να σκέπτονται τους άλλους μέσα από το ιδιωτικό τους καταφύγιο, προτιμούν να τους συναντούν, να τους περιεργάζονται, να τρίβονται ο ένας πάνω στον άλλο. Έτσι γνωρίζονται καλύτερα απ΄ την καλή κι απ΄ την ανάποδη. Είναι μια γνώση ποτισμένη από κάποια συγκατάβαση που έρχεται συχνά να την ανατρέψει η πολιτική αντιπαράθεση. Αυτό συνέβη και τότε. Απότομα και επιτακτικά η πολιτική έβαλε τους δικούς της όρους στην κοινωνική ζωή. Εμφάνισε τους γείτονες, τους συγχωριανούς, τους συντοπίτες σαν να ΄ταν άγνωστοι, σαν να έρχονταν από κάπου πολύ μακριά κουβαλώντας μόνο τις ιδέες τους, τις πεποιθήσεις τους, τις εμμονές τους. Αντίκρυ στους ζωντανούς ανθρώπους η πολιτική συγκυρία τοποθέτησε φαντάσματα. Ύστερα ακολούθησε το πρόσταγμα: «Πυρ!». Νιώθει κανείς πιο ελεύθερος να πυροβολήσει ένα είδωλο ανθρώπου που εμφανίζεται σαν εχθρός απ΄ ό,τι τον ίδιο τον άνθρωπο ολοζώντανο μπροστά του. Στην ταινία ένας ανθυπολοχαγός φτύνει μιαν αντάρτισσα που κείτεται μπρος του νεκρή. Τη μισεί γιατί τον ανάγκασε να βυθιστεί στο μίσος του, γιατί η σύρραξη τον έχει καταστήσει ανίκανο να κάνει οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Παρ΄ όλ΄ αυτά, πασχίζει να ξεφύγει, προσπαθεί να σώσει τη ζωή ενός αγοριού που βρέθηκε στις γραμμές του αντάρτικου στρατού. Αυτός είναι ο κόσμος μας, αυτοί είμαστε. Από τη μια η ανελέητη αδιαλλαξία, από την άλλη πότε πότε ένα εσωτερικό ρήγμα, μια συμπονετική χειρονομία. Ένας άνθρωπος όπως κι ένας λαός είναι δυνατόν να διχαστεί ηθικά και να θελήσει να ξεπεράσει τον διχασμό του με το να γίνει πολιτικά αδυσώπητος. Τέτοια ήταν η ελληνική περίπτωση. Ριγμένοι όλοι, αριστεροί, δεξιοί και ενδιάμεσοι στη δίνη του Εμφυλίου δοκίμασαν την πιο πικρή, την πιο απαξιωτική εμπειρία, που ήταν να μη μπορούν καν να επιχειρήσουν την αλλαγή στη στάση τους, στα αισθήματά τους. Έπρεπε οι ένοπλοι να σκοτώσουν ώστε να μη σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τους ομοεθνείς αντιπάλους τους, να συμβιβαστούν μαζί τους, να συμφιλιωθούν.

Η τραγωδία του ελληνικού Εμφυλίου έγκειται στο ότι αφαιρέθηκε από τους αντιμαχόμενους η δυνατότητα να εξετάσουν μόνοι τους όλα τα ενδεχόμενα. Δεν πλησίασαν ανιχνευτικά οι παρατάξεις η μία την άλλη, δεν διασταύρωσαν τα βλέμματά τους και δεν συνομίλησαν ποτέ ο ανθυπολοχαγός και η αντάρτισσα.

Οι τρίτοι είχαν μπει στη μέση, κι όχι για να διαιτητεύσουν. Πρώτα οι Άγγλοι, μετά οι Αμερικανοί υποχρέωσαν τους ντόπιους να κοιτάζονται με τα κιάλια, να σημαδεύονται από μακριά, να μη μπορούν να δοκιμαστούν οι ίδιοι, αυτοπροσώπως, στο δύσκολο έργο μιας πιθανής ανακωχής για χάρη του κοινού οφέλους. Μισήθηκαν έτσι περισσότερο οι ντόπιοι επειδή ανομολόγητα ντράπηκαν που δεν είχαν την πρωτοβουλία, επειδή έπαιξαν σ΄ ένα παιχνίδι στο οποίο δεν είχαν τον έλεγχο κι αυτό το ήξεραν. Το αποτέλεσμα ήταν να θαφτεί μια ολόκληρη γενιά. Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

έγκειται στο ότι αφαιρέθηκε από τους αντιμαχόμενους η δυνατότητα να εξετάσουν μόνοι τους όλα τα ενδεχόμενα. Δεν πλησίασαν ανιχνευτικά οι παρατάξεις η μία την άλλη, δεν διασταύρωσαν τα βλέμματά τους και δεν συνομίλησαν ποτέ ο ανθυπολοχαγός και η αντάρτισσα