Ο ΠΙΤΕΡ ΛΑΜΠΟΡΝ ΟΥΙΛΣΟΝ, ΓΝΩΣΤΟΣ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ ΧΑΚΙΜ
ΜΠΕΗ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ. ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΤΟ
1945 ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΣΤΟΥΣ
ΧΩΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ, ΤΟΥ
ΣΟΥΦΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΚΡΑΤΙΑΣ·
ΕΙΝΑΙ ΔΕ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
«ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΖΩΝΗ»
(ΤΑΖ), ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΑΝ ΨΑΞΕΤΕ
ΓΙ΄ ΑΥΤΟΝ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Όταν πρωτοπήγα σχολείο, είχαμε ένα μάθημα «Μυθολογίας» (άθλοι του Ηρακλή και άλλα συναφή). Αργότερα, στις πιο προχωρημένες τάξεις του Δημοτικού, αρχίσαμε να εξοικειωνόμαστε με την «Ιστορία» (μαζί με τους ελληνικούς σκοταδισμούς της, που ανθίστανται ακόμα σθεναρώς). Στο μυαλό μου δημιουργήθηκε τότε κάτι σαν συνέχεια- συνάφεια ανάμεσα στα δύο μαθήματα. Η μεταμοντέρνα εποχή μας ήρθε να επιβραβεύσει τους παιδικούς μου συνειρμούς. Το ίδιο και το υπό παρουσίαση βιβλίο: βοηθούντος και του αντικειμένου του (πειρατές στην Μπαρμπαριά), κινείται κάπου ανάμεσα σε ιστοριογραφία και μυθοπλασία. Συνειδητά.

Ιδίως για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία, όντας συνάμα λάτρεις των θαλάσσιων περιπετειών με κουρσάρους, το βιβλίο είναι γοητευτικό. Αιρετικό, προκλητικό, ασχολείται κυρίως με τη Δυτική Μεσόγειο και όχι τόσο με τα δικά μας λημέρια. Αλλά βέβαια, την εποχή εκείνη, τον 16ο- 18ο αιώνα, η παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αισθητή από τα μικρασιατικά παράλια μέχρι το Γιβραλτάρ. Ο συγγραφέας εστιάζει στην Τυνησία, στο Αλγέρι και στη Μαυριτανική Δημοκρατία του Σαλέ (στο σημερινό Ραμπάτ, πρωτεύουσα του Μαρόκου, στις όχθες του Ατλαντικού). Η τελευταία πολιτεία, όντας απομακρυσμένη από την οθωμανική κυριαρχία, ανέπτυξε τον 17ο αιώνα μια ιδιότυπη δική της αυτο-οργάνωση (που παραπέμπει, προφανώς, στις προσφιλείς στον Χακίμ Μπέη, Προσωρινές Αυτόνομες Ζώνες (Τemporary Αutonomous Ζones), γνωστές ως ΤΑΖ.

Η «Τριπλή Πολιτεία» του Σαλέ απαρτιζόταν τότε από τρεις διακριτές και ερίζουσες κοινότητες, με διακριτές καταβολές και σαφείς ταξικούς- εθνοτικούς διαχωρισμούς. Η μία ήταν των Μορίσκων, Ανδαλουσιανών ισπανόφωνων μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν κακήν κακώς με την επανακατάληψη της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους καθολικούς χριστιανούς. Τον 16ο αιώνα, το λιμάνι του Σαλέ, προστατευμένο από ύπουλες ξέρες, έγινε κέντρο πειρατείας και εργαστήρι ενός αναρχίζοντος πολιτικού πειραματισμού: αντί ο 10% φόρος επί του εισοδήματος (δηλαδή της πειρατικής λείας) να πηγαίνει χαράτσι στον μακρινό Σουλτάνο, διοχετευόταν στην τοπική οικονομία και τις ανάγκες της. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από δημοκρατικά εκλεγμένο Συμβούλιο, η θητεία του οποίου ανανεωνόταν κάθε χρόνο. Κάτι σαν την αρχαία Αθήνα, κοιτίδα της δημοκρατίας… Η μοιρασιά των λαφύρων («κατανομή εισοδήματος») ανάμεσα σε πλοιάρχους, πλήρωμα, τεχνίτες ήταν εξόχως εξισωτική. Υπήρχε δε κάτι σαν τον καθ΄ ημάς τουριστικό εποχικό κύκλο: η σεζόν των εξορμήσεων ήταν από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Τον χειμώνα, επισκευές πλοιαρίων, αραλίκι, ναργιλές- χασίσια, σπίτια πλούσια ή φτωχικά, ίσως και σουφικών αποχρώσεων διαλογισμοί. Ισλάμ

Οι δραστηριότητες των πειρατών είχαν στόχο εμπορικά πλοία που μετέφεραν αγαθά και, ακόμα καλύτερα, χρυσά νομίσματα. Λάφυρο με ιδιαιτερότητες ήταν βέβαια οι άνθρωποι, που πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα ή, αν ήταν αρκούντως εύποροι, επέστρεφαν στις εστίες τους κατόπιν πληρωμής λύτρων. Στην εν λόγω δοσοληψία διαμεσολαβούσαν ειδικευμένοι τραπεζίτες- σαράφηδες- τοκογλύφοι, συνήθως Εβραίοι. Οι πειρατικές εξορμήσεις γίνονταν στη Μεσόγειο (αναφέρονται βενετσιάνικα πλοία στην Κορώνη ή τη Μεθώνη), στα στενά του Γιβραλτάρ, ακόμα και στην Ιρλανδία και την Ισλανδία: ο συγγραφέας αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στη λεηλασία της Βαλτιμόρης, στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας, όπου τους πειρατές βοήθησαν, μάλλον, τοπικοί καθολικοί που εναντιώνονταν στους Άγγλους προτεστάντες εποίκους.

Ο Χακίμ Μπέη ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους αρνησίθρησκους, τους «αποστάτες»: όσους απαρνήθηκαν τον Χριστιανισμό για να ασπαστούν το Ισλάμ. Πολλοί πειρατές ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής, λ.χ. ο Άγγλος Ουόρντ, είδος θαλάσσιου Ρομπέν των Δασών, φτωχός, άξεστος ναυτικός που άρχισε μια νέα περιπετειώδη ζωή- σταδιοδρομία στα πενήντα του, κουρσεύοντας πλοία στη Μεσόγειο· ή ο Ολλανδός Μουράτ Ρέις, που άφησε οικογένεια στο Άμστερνταμ και επιδόθηκε επιτυχώς στην πειρατεία.

(Στο τελευταίο κεφάλαιο μαθαίνουμε πως ο γιος που απέκτησε στο Σαλέ με μια ντόπια διέπρεψε στη Νέα Υόρκη/Νέο Άμστερνταμ, επονομασθείς «Ενοχλητικός Τούρκος»). Τόσο οι διαβόητοι πειρατές όσο και πολλοί αιχμάλωτοι έγιναν μωαμεθανοί συχνά από συμφέρον ή ανάγκη· όμως συνέβαλε σε αυτό κι ένα μείγμα διάχυτης συμπάθειας- έλξης στο Ισλάμ και απέχθειας προς το απολυταρχικό καθεστώς από το οποίο προέρχονταν. Ο συγγραφέας τονίζει αυτήν ακριβώς την παράμετρο μιας (βολικής, ιδίως για τους άντρες) αναρχίζουσας- ελευθεριάζουσας εκδοχής του Ισλάμ, στα μέρη εκείνα.

Προς το τέλος, ταξιδεύουμε σε μεταγενέστερες πειρατικές κοινότητες- ουτοπίες, που ήκμασαν στις Δυτικές Ινδίες και τη Μαδαγασκάρη: οι θρυλικοί αυτοί θύλακοι ενέπνευσαν ποιητές και συγγραφείς όπως ο Βύρων και ο Ντιφόου ( Ροβινσώνας Κρούσος ).