Οι ιστορίες του Μάρτι, της Λαρίσα, του Μοχάμεντ και του Ρασίντ έχουν κοινή αφετηρία. Και οι τέσσερις άφησαν την πατρίδα τους για την Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Οι ιστορίες τους όμως διαφέρουν. Οι δύο πρώτοι- παρά τις αντιξοότητες- έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή. Οι άλλοι δύο απλώς την αναζητούν.


ΟΙ ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ… «Δεν δουλεύουν ούτε σέβονται αυτούς που δουλεύουν»


ΗΤΑΝ ΑΡΧΕΣ της δεκαετίας του ΄90 όταν ο 42χρονος τότε Μάρτι Στάβρι από την Αλβανία διέσχιζε τα βουνά της Βορείου Ηπείρου μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του με προορισμό την Ελλάδα. Στη Φιλιππιάδα, όπου ήταν ο πρώτος του σταθμός στη χώρα μας, έμεινε σε έναν καταυλισμό του ελληνικού κράτους, όπως το ονομάζει, για δυόμισι μήνες με άλλους 800 ανθρώπους από την Αλβανία. «Αμέσως άρχισα να δουλεύω σε διάφορες αγροτικές εργασίες» λέει ο κ. Στάβρι στα «ΝΕΑ», που θέλει να ξεχάσει αυτά τα χρόνια. Από τότε έκανε διάφορες δουλειές. Στην οικοδομή, στα χωράφια, ως σερβιτόρος. Πλήρως ενταγμένος πλέον στην καθημερινότητα της Αθήνας, ο κ. Στάβρι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχει κάνει και επιχειρηματικά «ανοίγματα». Παίρνοντας δάνειο δημιούργησε τη δική του μικρή επιχείρηση- ένα κατάστημα ψιλικών στον Άγιο Παντελεήμονα-, όπου ζει με τη σύζυγό του και την κόρη τους σε ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών, πληρώνοντας ενοίκιο 340 ευρώ.

«Κάνουν φασαρίες»

Σε μια περιοχή που «βράζει» και τους τελευταίους μήνες έχουν βρει καταφύγιο εκατοντάδες πρόσφυγες, κυρίως από το Αφγανιστάν, ο κ. Στάβρι διαπιστώνει προβλήματα από την παρουσία τους. «Συγκεντρώνονται στην πλατεία και την παιδική χαρά κατά δεκάδες. Δεν είναι καθαροί και κάνουν φασαρίες. Η περιοχή έχει υποβαθμιστεί και ο κόσμος φοβάται να πλησιάσει. Έτσι μας ρίχνουν τη δουλειά» λέει ο κ. Στάβρι. Και προσθέτει: «Αυτοί δεν δουλεύουν, όπως κάναμε εμείς. Αλλά και ούτε σέβονται αυτούς που δουλεύουν». Λίγα μέτρα από το κατάστημα ψιλικών του κ. Στάβρι, βρίσκεται το μαγαζί τής 50χρονης Λαρίσα Κονίτσκα, που έχει γεννηθεί στην Ουκρανία. Απόφοιτη πανεπιστημίου Οικονομικών, στη χώρα της εργαζόταν ως διευθύντρια ξενοδοχείου. Στην Ελλάδα ήρθε πριν από 16 χρόνια, αφού έχασε όλες τις αποταμιεύσεις της- 18.000 ρούβλια. «Δούλεψα δύο χρόνια σε καφετέριες και σουβλατζίδικα της Σαντορίνης, έξι χρόνια σε ουζερί στη Δραπετσώνα, έφτιαξα ακόμη και το δικό μου καφενείο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αδικία που ένιωσα από διάφορα αφεντικά που, αντί να με πληρώσουν, μου έλεγαν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία να με συλλάβει επειδή είχα πλαστά χαρτιά», λέει η κ. Κονίτσκα.

Εδώ και τρία χρόνια έχει ένα κατάστημα που φτιάχνει ρώσικες πίτες, με πελατεία όμως που φθίνει. Δείχνει φανερά ενοχλημένη από την κατάσταση που επικρατεί στον Άγιο Παντελεήμονα. «Το απόγευμα δεν μπορείς να περάσεις από την πλατεία. Δεν πάμε στην παιδική χαρά γιατί κατά καιρούς κάνουν κατάληψη. Πετάνε παντού σκουπίδια. Τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε, όπως και πολλοί Έλληνες», δηλώνει η κ. Κονίτσκα.

… ΟΙ «ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ» «Ζηλεύω τους Αλβανούς που έχουν δουλειές»


Ο 38ΧΡΟΝΟΣ Ρασίντ από την Παλαιστίνη και ο 25χρονος Μοχάμεντ από το Ιράκ είναι παράνομοι μετανάστες που έφτασαν στην Ελλάδα με πλαστά χαρτιά πριν από λίγους μήνες. Οι δυο τους διαμένουν στο παλιό Εφετείο, στην οδό Σωκράτους. Όπως λένε «έχουμε γίνει πολλές φορές στόχος τόσο της αστυνομίας όσο και κάποιων Ελλήνων που δεν μας θέλουν στη χώρα. Προχθές αστυνομικοί χτύπησαν ένα παιδί από το Εφετείο με κλομπ και με κλωτσιές». Εκτός όμως από αυτό, έχουν να αντιμετωπίσουν και την καχυποψία άλλων μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα αρκετά χρόνια.

Ο Μοχάμεντ έχει τέσσερις μήνες στην Ελλάδα. Άφησε πίσω τη χώρα του γιατί, όπως λέει, δεν έβρισκε διέξοδο. Μέσω Βουλγαρίας και με πλαστά χαρτιά έφτασε στη χώρα μας πληρώνοντας 2.000 ευρώ. Πρώτος του σταθμός ήταν η Κυπαρισσία, όπου και δούλεψε για δύο μήνες στα χωράφια κερδίζοντας 15-20 ευρώ την ημέρα. Κοιμόταν κάτω από μια τέντα ώσπου το αφεντικό του τού είπε πως δεν τον χρειάζεται πλέον. Τις τελευταίες ημέρες μοιράζεται ένα δωμάτιο στον δεύτερο όροφο του παλιού Εφετείου μαζί με άλλους επτά μετανάστες. Σκοπός του είναι «να βγάλω λίγα χρήματα και να φύγω για τη Νορβηγία, να βρω και τους φίλους μου». Δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει, όμως. «Γυρνάω στους δρόμους για να βρω δουλειά και παντού βρίσκω κλειστές πόρτες. Αυτή είναι η ζωή μου. Ζητιανεύω για να ζήσω». Όταν ο Μοχάμεντ μαθαίνει ότι πολλοί αλλοδαποί που έφτασαν στη χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 σήμερα έχουν το δικό τους σπίτι, τα δικά τους καταστήματα και έχουν ενταχθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία χαμογελάει πικρά.

«Εδώ χειρότερα»

Δίπλα του στέκεται ο Ρασίντ με τον οποίο μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο. «Στην Ελλάδα ήρθα πριν από έξι μήνες, αφού πρώτα πέρασα από την Ιταλία. Όταν έφυγα από το Ιράκ, όπου έχουμε πόλεμο, νόμιζα ότι στην Ευρώπη θα καταφέρω να ζήσω με αξιοπρέπεια. Στην Ιταλία όπου έφτασα από την Αίγυπτο δεν τα κατάφερα. Δεν είχε πουθενά δουλειά. Επόμενος σταθμός ήταν η Ελλάδα. Αλλά εδώ τα πράγματα είναι χειρότερα. Στο Ιράκ δεν μπορώ να επιστρέψω.

Φοβάμαι. Έτσι γυρνάω από εδώ και από εκεί» σημειώνει ο Ρασίντ. Και συμπληρώνει: «Το ξέρω πως οι Αλβανοί, οι Πολωνοί και άλλοι που έχουν έρθει παλαιότερα στη χώρα σας έχουν δουλειές. Τους ζηλεύω. Το ίδιο θέλουμε να κάνουμε και εμείς».