Ένα μυθιστόρημα καταφέρνει να αναβιώσει τον θεσμό του συσσιτίου των (οθωμανικών) ιμαρέτ και να συνασπίσει πολίτες για τη σωτηρία τους
Στα χρόνια των Οθωμανών τα ιμαρέτ ήταν συγκροτήματα οικοδομημάτων που αποτελούσαν το επίκεντρο της ανάπτυξης της πόλης. Τζαμί, αγορά, χώροι φιλοξενίας και διαμονής των ξένων εμπόρων και των ταξιδιωτών. Κάθε πόλη είχε τουλάχιστον ένα ιμαρέτ, συχνά όμως οικοδομούσε περισσότερα. Γιατί κάθε προγραμματισμένη επέκταση της πόλης συνοδευόταν από την προσθήκη ενός νέου ιμαρέτ ώστε γύρω του, όπως γινόταν και στην Αρχαία Ελλάδα με την αγορά και τους ναούς, να αναπτυχθεί ο κοινωνικός ιστός. Τα ιμαρέτ είχαν όμως και έναν ευαίσθητο κοινωνικό ρόλο: διένειμαν συσσίτια στους φτωχούς, κρατώντας τις ισορροπίες και ξορκίζοντας τις ανισότητες μέσω της φιλανθρωπίας και της φιλευσπλαχνίας.

«Τα πολλά ιμαρέτ της Κωνσταντινούπολης είχαν φτάσει να ταΐζουν ημερησίως 30.000

ανθρώπους» λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Καλπούζος, του οποίου το μυθιστόρημα- μπεστ σέλερ «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού» δημιούργησε κοινωνικό ρεύμα για την επανίδρυσή τους.

Ο Καλπούζος- που έκανε παρουσίαση και στο Ιμαρέτ της Καβάλας- επικεντρώνει τη δράση στην πατρίδα του Άρτα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας δηλαδή, με Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους να ζουν δίπλα δίπλα.

Τα ιμαρέτ τότε ήταν δύο στην Άρτα, σήμερα από το ένα σώζεται το τζαμί και ένα ερειπωμένο χαμάμ. Το μυθιστόρημα προκάλεσε ωστόσο τη δημιουργία ενός «Δικτύου κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης» με ευρεία κοινωνική αποδοχή- υπήρξε κινητοποίηση και του Δήμου ενώ και ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος εκφράστηκε ενθουσιωδώς.

Το Δίκτυο συγκέντρωσε από την τοπική κοινωνία σε ελάχιστο χρόνο ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και θα αρχίσει το έργο του το Μεγάλο Σάββατο, με τη διανομή 300 μερίδων φαγητού σε απόρους. Στόχος, η διανομή συσσιτίου μία φορά την εβδομάδα σε πρώτη φάση, κατόπιν συχνότερα. Όπως και στα οθωμανικά Ιμαρέτ, το συσσίτιο θα δίνεται σε κάθε άπορο ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή εθνικότητας.

Στην Άρτα,όπως μας λέει η Μαρία Μπαλάφα, ενεργό μέλος του Δικτύου, υπάρχει καταγεγραμμένη ανάγκη διανομής φαγητού σε 500 ανθρώπους, από τους οποίους οι 300 είναι Έλληνες και οι υπόλοιποι, ως επί το πλείστον, Αφγανοί και Πακιστανοί.

Το Δίκτυο θα προσκαλέσει σε συνεργασία και τα ιμαρέτ της υπόλοιπης Ελλάδας, κυρίως σε διαπολιτισμικές δραστηριότητες. Σωζόμενα ιμαρέτ υπάρχουν στην Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη, την Κομοτηνή και τη Ρόδο. Ήδη εκδηλώθηκε πρόθεση οργάνωσης διαπολιτισμικής συνάντησης- με αφορμή το βιβλίοστο Ιμαρέτ της Κομοτηνής.

ΙΝFΟ

Γιάννης Καλπούζος «Ιμαρέτ. Στη σκιά του ρολογιού», Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 568,

τιμή: 20 ευρώ.

«Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Έκδοση του υπουργείου Πολιτισμού, σελ.

494.

Οθωμανική αρχιτεκτονική με ιστορία


Τουλάχιοστον 8 ιμαρέτ σώζονται σήμερα στην Ελλάδα. Στην Καβάλαυπάρχει το καλύτερα σωζόμενο και νεώτερο ιμαρέτ στην Ελλάδα. Το κτίριο ανήκει στο αιγυπτιακό κράτος και έχει νοικιαστεί και μετατραπεί σε πολυτελές ξενοδοχείο (από την Άννα Μισιριάν). Κτίστηκε το 1817 από τον Μεχμέτ Αλή Πασά (γνωστό και ως Μοχάμεντ Άλι) ο οποίος έζησε ζωή σαν παραμύθι και προικοδότησε τη γενέτειρά του με ένα ιμαρέτ 4.500 τ.μ., όπου εκτός από τη διδασκαλία του Κορανίου, προσφερόταν ζεστή σούπα σε όσους δεν είχαν να φάνε. Από το 1907 έπαψε να λειτουργεί ως ιεροδιδασκαλείο. Στην Κομοτηνήβρίσκεται ένα από τα παλαιότερα ιμαρέτ (και από τα παλαιότερα οθωμανικά μνημεία της Θράκης), κτισμένο τον 14ο αιώνα, που σήμερα είναι Εκκλησιαστικό Μουσείο. Πιστεύεται ότι ταυτίζεται με το ιμαρέτ που έκτισε ο κατακτητής της πόλης Γαζή Εβρενός.

Βρίσκεται δυτικά, σε σημείο που επί Οθωμανών στάθμευαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στη βασική οδική αρτηρία που ένωνε την Κωνσταντινούπολη με τη Δύση.

Επί βουλγαρικής κατοχής (τέλη 19ου αι.) τμήμα του μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο το οποίο το 1924 προσαρτήθηκε σε συγκρότημα παγοποιείου, ενώ οι υπόλοιποι χώροι του αποδόθηκαν στην Υπηρεσία Ηλεκτροφωτισμού, έως και το 1973.

Με μια ματιά


Ιμαρέτ στα τουρκικά σημαίνει «κουζίνα για σούπες». Ιμαρέτ είναι και συνώνυμο του πτωχωκομείου Στις οθωμανικές πόλεις είχε και ρόλο κέντρου εμπορικών δραστηριοτήτων Περιελάμβανε καραβανσαράι για τη φιλοξενία των ξένων εμπόρων, μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο) και συχνά νοσοκομείο, υδραγωγείο, αλευρόμυλους, σφαγεία.

Το παλαιότερο σωζόμενο στην Ελλάδα είναι της Κομοτηνής (14ος αιώνας) και το νεώτερο της Καβάλας (19ος αι.).