Μην περιμένετε κάποια σπουδαία απόφαση από τη σύνοδο των ηγετών των είκοσι ισχυρότερων οικονομικά κρατών στον κόσμο (G20), που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Απριλίου στο Λονδίνο, αν δεν θέλετε να απογοητευτείτε.

Οι διαφωνίες θα είναι αρκετές, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να είναι και τόσο κακό. Η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών του G20 που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο για να προετοιμαστεί η κύρια σύνοδος του Απριλίου, έδειξε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει κάθε χώρα για να αντιμετωπιστεί η κρίση.

Να τι συμβαίνει: Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι η πολιτική των τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων που ακολουθούν η Βρετανία και οι ΗΠΑ για να τονώσουν την οικονομία είναι ανεύθυνη και ότι θα αποδειχθεί αναποτελεσματική. Οι Ιάπωνες ανησυχούν για τη βουτιά των εξαγωγών τους, που έχει μεγαλώσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και οι Κινέζοι ανησυχούν που το νόμισμά τους έχει ενισχυθεί και οι εξαγωγές τους βυθίζονται.

Όσο για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη προβλέποντας παγκόσμια ύφεση φέτος, υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις δεν κάνουν αρκετά για να αντιμετωπιστεί η κρίση (Τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Η Βρετανία του χρόνου θα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα 10%. Τι θέλουν να κάνουμε, να το φτάσουμε στο 12%;).

Συνεργασία ή ανταγωνισμός;

Το ερώτημα πλέον είναι αν οι χώρες του G20 θα αποφασίσουν να συνεργαστούν μεταξύ τους ή να ανταγωνιστούν η μία την άλλη. Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να συντονίσουν από κοινού την οικονομική τους πολιτική για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Στον σημερινό πραγματικό κόσμο, όμως, που δεν ξέρουμε ποιο μέτρο θα αποδειχθεί τελικά αποτελεσματικό για να αντιμετωπιστεί η κρίση, το να ακολουθούνται διαφορετικές οικονομικές πολιτικές δεν είναι απαραίτητα κακό.

Αυτό αποδείχτηκε τους προηγούμενους μήνες. Ας πάρουμε για παράδειγμα την προσωρινή μείωση του ΦΠΑ από τη Βρετανία. Η μείωση, κατά κοινή ομολογία, είναι αποτυχία και δεν πραγματοποιήθηκε σε άλλες χώρες. Οι Βρετανοί θα μπορούσαν να το είχαν διαπιστώσει αυτό αν είχαν εξετάσει τις επιπτώσεις που είχε η μείωση παλαιότερα του ΦΠΑ από τους Γερμανούς.

Η μερική κρατικοποίηση τραπεζών από τους Βρετανούς, από την άλλη, φαίνεται ότι έχει φέρει αποτελέσματα, και τώρα οι ΗΠΑ και άλλες χώρες φαίνεται ότι κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν είναι κακό οι κυβερνήσεις να ακολουθούν την πολιτική των εταιρειών. Να δοκιμάζουν, δηλαδή, ένα «προϊόν» (οικονομική πολιτική) διοχετεύοντάς το σε μια συγκεκριμένη αγορά και, αν αποδειχθεί πετυχημένο, να γενικεύσουν την εφαρμογή του. Αυτό σίγουρα είναι καλύτερο από το να ληφθεί ένα μέτρο από όλους και να αποδειχθεί τελικά λανθασμένο, κάνοντας χειρότερη την κατάσταση. Για παράδειγμα, η υιοθέτηση κοινών λογιστικών προτύπων και τραπεζικών κανονισμών τα προηγούμενα χρόνια έκανε τη σημερινή κρίση πολύ χειρότερη από όσο θα μπορούσε να είναι.

Κάθε χώρα διαφορετικό πρόβλημα

Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος λόγος για τον οποίο ακολουθούνται διαφορετικές πολιτικές: διαφορετικές χώρες έχουν διαφορετικά προβλήματα. Το ιαπωνικό γιεν π.χ. ενισχύθηκε πέρυσι και το ευρώ διατηρήθηκε ισχυρό, ενώ η στερλίνα και το αμερικάνικο δολάριο έκαναν βουτιά. Το αποτέλεσμα ήταν, η βιομηχανική παραγωγή στην Ιαπωνία, τη Γαλλία και τη Γερμανία να βουλιάξει, ενώ οι αντίστοιχες επιπτώσεις σε ΗΠΑ και Βρετανία ήταν πολύ πιο περιορισμένες.

Έχουν υπάρξει επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις στον κίνδυνο που «βλέπουν» οι αγορές ότι υπάρχει να χρεοκοπήσουν οικονομίες λόγω των υψηλών χρεών τους. Πλέον, οι αγορές θεωρούν ότι υπάρχει 8% πιθανότητα να χρεοκοπήσει η ρωσική κυβέρνηση τους επόμενους 12 μήνες. Πάνω από τον μέσο όρο βρίσκεται στον σχετικό πίνακα η Ελλάδα και κάτω από αυτόν η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία.

Οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι

Υπάρχουν, όμως, δύο ζητήματα που δημιουργούν μεγάλη ανησυχία για την επερχόμενη συνάντηση του G20. Πρώτον, να υιοθετηθούν χωριστά από κάποιες χώρες οικονομικές πολιτικές που θα έπλητταν κάποιες άλλες οδηγώντας σε σύγκρουση. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τις δικές τους τράπεζες αλλά τούς επιβάλλουν περιορισμούς στις προσλήψεις ξένων.

Δεύτερον υπάρχει μεγάλη ανησυχία μήπως η επερχόμενη σύνοδος του G20 χαρακτηριστεί σαν αποτυχία, δηλαδή θεωρηθεί ότι κάθε χώρα ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της οικονομία. Υπάρχει κακό προηγούμενο, κατά τη διάρκεια της Οικονομικής Συνόδου του Λονδίνου για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Ύφεσης το 1933. Εκεί είχαν συναντηθεί 66 χώρες για να συζητήσουν πολιτικές κατά της ύφεσης, την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου και τη σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η συνάντηση απέτυχε. Ο τότε νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούσβελτ, από το γιότ του στον Ειρηνικό καταδίκασε τη σύνοδο επειδή επιχειρούσε να σταθεροποιήσει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και ξεκαθάρισε ότι οι ΗΠΑ δεν θα μετείχαν στις διαπραγματεύσεις. Ο Ρούσβελτ μπορεί να θεωρείται ήρωας σήμερα για την πολιτική του Νιου Ντιλ που ακολούθησε, όμως εκείνη την εποχή χαρακτηρίστηκε από όλους σαν ανασταλτικός παράγοντας για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Η παγκόσμια οικονομία δεν βρίσκεται σήμερα στη χειρότερη κατάσταση όλων των εποχών, παρά τις δηλώσεις πολιτικών για το αντίθετο. Όμως, είναι πολύ χειρότερο να γίνει μια σύνοδος του G20 και να αποτύχει, παρά να μη γίνει καθόλου.

Τ ο ερώτημα είναι αν οι 20 οικονομικά ισχυρότερες χώρες στον κόσμο θα αποφασίσουν να συνεργαστούν ή να ανταγωνιστούν η μία την άλλη