Tο πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση διαβάζοντας αυτά τα δύο βιβλία ήταν ότι οι συγγραφείς τους, επιφανείς πολιτικοί και οι δύο, πρόλαβαν να συμπεριλάβουν στις αναλύσεις τους την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, και μάλιστα την έκαναν κεντρικό άξονα αναφοράς της επιχειρηματολογίας τους, έμμεσα ο πρώτος, άμεσα ο δεύτερος. Τέτοια αντανακλαστικά των πολιτικών ταγών μας θα θέλαμε να τα βλέπουμε και στην άσκηση της πολιτικής, όχι μόνο στην παρατήρησή της.

Το δεύτερο, και πολύ σημαντικότερο, είναι ότι η πολιτική μας ελίτ, ή τουλάχιστον τα πιο διορατικά μέλη της, έχει πλήρη συνείδηση των χρόνιων παθογενειών της χώρας. Ο πρώην πρωθυπουργός και ο πρώην υπουργός τις περιγράφουν με ακρίβεια, τις ανατέμνουν, υποδεικνύουν (με τον δραματικό, επείγοντα τόνο που υπαγορεύει η τρέχουσα κρίσιμη κατάσταση) λύσεις που φαίνονται από λογικές έως αυτονόητες. Δεν απαντούν όμως στο πρακτικό όσο και θεμελιώδες ερώτημα από ποιο πολιτικό προσωπικό μπορούμε να περιμένουμε την εφαρμογή αυτών των λύσεων. Και δεν εννοώ από ποιο κόμμα (η απάντηση θα ήταν τότε προφανής για τους δύο συγγραφείς), αλλά αν η νοοτροπία και οι μέθοδοι του πολιτεύεσθαι που έχουν παγιωθεί εδώ και πολύ καιρό στα δύο κόμματα εξουσίας, ώς έναν βαθμό και στα υπόλοιπα, αφήνουν περιθώριο για την αποδοχή και τη συνεπή προώθηση τέτοιων σχεδίων για την έξοδο από τα σημερινά αδιέξοδα.

Διάβασα σε μια αγγλική εφημερίδα ένα άρθρο για την πρόσφατη εξέγερση, το οποίο κατέληγε με τη διαπίστωση ότι οι ΄Ελληνες πολιτικοί (politicians) πρέπει επιτέλους να αποφασίσουν να γίνουν statesmen, δηλαδή ηγετικές (προσοχή: όχι αρχηγικές) πολιτικές προσωπικότητες, πολιτικοί ικανοί να παίρνουν τολμηρές, μακρόπνοες πρωτοβουλίες και να τις διεκπεραιώνουν. Ποια θαυματουργή μετάλλαξη θα μετατρέψει τη σημερινή μικροπολιτική νοοτροπία και μεθοδολογία που κυριαρχούν από την κορυφή ώς τη βάση του μηχανισμού των δύο μεγάλων κομμάτων σε αληθινή πολιτική συνείδηση, σε σθεναρή βούληση για βαθιές τομές στο κράτος και την κοινωνία, κόντρα στα κομματικά ήθη και τις εξαρτήσεις από ομάδες μικρών ή μεγάλων συμφερόντων; Αυτό δεν μας το λένε οι δύο συγγραφείς.

Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να μας λένε ότι η πολιτεία πρέπει χωρίς χρονοτριβή να δώσει έμφαση στην παιδεία, την έρευνα, τις νέες τεχνολογίες. Αυτό είναι κοινός τόπος, και παραμένει κοινός τόπος ακόμη και όταν συμπληρώνεται από εξειδικευμένες προτάσεις για τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας που προσφέρονται για ανάπτυξη στην Ελλάδα (όπως π.χ. οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας). Για να είναι πειστικές τέτοιες εκκλήσεις, όταν προέρχονται από πολιτικούς που άσκησαν επί μακρόν κυβερνητική εξουσία, θα πρέπει να συνοδεύονται από μια εξήγηση του γιατί οι ελληνικές κρατικές δαπάνες για την παιδεία και την έρευνα είναι διαχρονικά οι χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, ενώ οι δαπάνες για εξοπλισμούς οι υψηλότερες σε ολόκληρη την Ευρώπη και από τις υψηλότερες στον κόσμο. Αν η αιτία είναι ότι τα λόμπι των εμπόρων όπλων έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο πολιτικό μας σύστημα από ό, τι τα λόμπι των εκπαιδευτικών, πρέπει να μάθουμε με ποιον τρόπο θα περιοριστεί αυτή η επιρροή, πώς ακριβώς θα επιτευχθεί η άμεση μεταφορά κονδυλίων από τους εξοπλισμούς στην παιδεία και την έρευνα.

Το ότι σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους έχουν διαμορφωθεί συντεχνιακά κατεστημένα που αντιστέκονται πεισματικά σε κάθε μεταρρύθμιση, συνήθως κατασκευάζοντας προοδευτικοφανή ιδεολογήματα, είναι πασίγνωστο. Όπως πασίγνωστο είναι ότι οι συντεχνίες αυτές έχουν ισχυρά ερείσματα στους κομματικούς μηχανισμούς. Εκείνο που θα θέλαμε να μάθουμε από τους οραματιστές πολιτικούς-συγγραφείς είναι πώς θα μεθόδευαν οι ίδιοι την απαλλαγή του κόμματός τους από τέτοια βαρίδια των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος λέει, για παράδειγμα, πολλά ενδιαφέροντα και σωστά πράγματα για την ανάγκη μιας καινούργιας, ορθολογικότερης διοικητικής διαίρεσης της χώρας. Καθόλου δεν φωτίζει, όμως, τη φύση των αντιδράσεων σε τέτοια σχέδια, οι οποίες δεν είναι τόσο «συναισθηματικές», όπως γράφει, αλλά απεναντίας υλιστικότατες και ιδιοτελείς: είναι γνωστό ότι στις κατώτερες βαθμίδες της τοπικής αυτοδιοίκησης η διαφθορά ευδοκιμεί όσο πουθενά αλλού, διαιωνίζοντας την εξουσία τοπικών ηγεμονίσκων που συνδέονται άμεσα με τα κόμματα και διατηρούν μέσω «εξυπηρετήσεων» τη συνοχή της εκλογικής βάσης τους. Ποιο σημερινό κόμμα εξουσίας θα αγνοήσει το πολιτικό κόστος (ο φόβος του οποίου είναι, όπως έχει πει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, βαθύτατα δημοκρατική στάση!) για να αναδιαρθρώσει σύμφωνα με τις ιδέες του Α. Παπαδόπουλου τον διοικητικό ιστό της Ελλάδας;

Tο κράτος πρέπει να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες:

υπάρχει κανένας που θα έλεγε το αντίθετο; Αλλά στην πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων αυτή η πρόταση μεταφράζεται σε «οι πολίτες πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στο κράτος». ΄Ολος ο κόσμος γνωρίζει ότι κανένας δεν ζητάει τόσο συχνά την εμπιστοσύνη των άλλων όσο ο απατεώνας. Πρόσφατα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας λανσάρισε την καταγέλαστη εκείνη διαφήμιση που απεύθυνε έκκληση στη φορολογική ευσυνειδησία των Ελλήνων, για χάρη του κοινωνικού κράτους κ.λπ. Καταγέλαστη δεν έκανε τη διαφήμιση το περιεχόμενό της, αλλά τα τρέχοντα πολιτικά συμφραζόμενά της: ακόμα βούιζε ο τόπος για την αποκάλυψη ότι κοτζάμ υπουργός της κυβέρνησης διατηρούσε υπεράκτια (offshore) εταιρεία για να φοροδιαφεύγει! Δεν θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε τι πρέπει να κάνει το κράτος, η κυβέρνηση ή το τάδε κόμμα, αλλά πώς θα το κάνει.

Θα έχει γίνει φανερό τι υπαινίσσομαι με τη μόνη ουσιαστικά, αλλά βασική ένστασή μου γι΄ αυτά τα δύο εμβριθή και οξυδερκή, κατά τα άλλα, μικρά συγγράμματα. Το πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής σήμερα δεν είναι τόσο πρόβλημα ιδεολογίας ή κατανόησης των πραγμάτων όσο πρόβλημα πολιτικού προσωπικού. Στην πολιτική, όπως σε κάθε τι που έχει αξιώσεις δημιουργικότητας, χρειάζεται ανάμεσα στα άλλα και ταλέντο. Εμείς έχουμε πολλούς politicians και πολύ περισσότερους πολιτικάντηδες, αλλά κανέναν statesman. Στην εισαγωγή του βιβλίου του, ο Αλέκος Παπαδόπουλος μάς εξηγεί τον παράξενο τίτλο του περιγράφοντας μια τελετουργία που γίνεται κάθε χρόνο στη μικρή πόλη ΄Εστερναχ του Λουξεμβούργου, για να τιμηθεί η μνήμη ενός Βενεδικτίνου ιεραπόστολου, που ξεκίνησε από εκεί για να προσηλυτίσει την Κεντρική Ευρώπη: οι κάτοικοι προχωρούν προς την εκκλησία κάνοντας δύο βήματα πίσω για κάθε τρία βήματα μπροστά, πράγμα που συμβολίζει τη δυσκολία της πορείας προς έναν ανώτερο σκοπό. Πολύ αισιόδοξος παραλληλισμός! Στη σημερινή Ελλάδα, οι πολιτικοί κάνουν ολοένα βηματάκια στο πλάι, πότε από δω, πότε από κει, και ο μόνος τρόπος να βρεθούν και κανένα βηματάκι πιο μπροστά είναι να σπρωχτούν βίαια, πολύ βίαια, από πίσω. Δηλαδή από κάτω.

Κώστας Σημίτης

Η ΚΡΙΣΗ

ΕΚΔ. ΠΟΛΙΣ, ΑΘΗΝΑ 2008, ΣΕΛ. 120

Αλέκος Παπαδόπουλος

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΣΤΕΡΝΑΧ

Η ΕΛΛΑΔΑ

ΜΕΤΑ ΤΟ2010

ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2008, ΣΕΛ. 153