Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΘΕΜΑ-ΠΡΟΚΛΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ. ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΚΑΤΙ
ΤΟΣΟ ΑΠΩΘΗΤΙΚΟ; ΠΡΟΣΦΑΤΑ Ο ΡΟΘ
ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΓΑΝΤΙ, Ο ΓΙΑΛΟΜ, Ο ΔΙΚΟΣ
ΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ Ο ΠΛΕΟΝ
ΓΑΛΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ, Ο ΤΖΟΥΛΙΑΝ
ΜΠΑΡΝΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΤΟΝ
ΜΕΤΑΤΡΕΨΕΙ ΣΕ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ,  ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Τ ο 1961, όντας άρρωστος επί μακρόν, είδα στην εφημερίδα τη φωτογραφία του Μεντερές κρεμασμένου. Με συντάραξε. Το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης μου διέφευγε βέβαια παντελώς, σε αυτήν την ηλικία. Όμως υπήρξε για μένα η πρώτη, αποκαλυπτική συνειδητοποίηση της θνητότητας που επισφραγίστηκε, λίγους μήνες αργότερα, με τον θάνατο του παππού μου. Θυμόμουν την έντονη αυτή παιδική εμπειρία, καθώς διάβαζα παρεμφερή βιώματα στο βιβλίο Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια του καταξιωμένου Άγγλου συγγραφέα Τζούλιαν Μπαρνς.

Ωραίο κείμενο. Να το συστήσω για δώρο Χριστουγέννων; Μάλλον προσφέρεται περισσότερο για Πάσχα: είναι πιο κοντά σε Σταύρωση και Ανάσταση. Διότι με τον θάνατο καταγίνεται. Έτσι απλά. Χωρίς περιστροφές, συμβολισμούς, κουκουλώματα. Τον θάνατο δεν τον αψηφούμε, απλώς τον απωθούμε. Και φροντίζουμε να ζούμε ως εάν να μην υπάρχει.

Πολιορκία

Ο Μπαρνς κάνει με την πένα του κατά μέτωπον επίθεση; Όχι ακριβώς. Τον προσεγγίζει, τον πολιορκεί, τον γυροφέρνει, με το δέον δέος, διά της τεθλασμένης: αντλώντας από την πλούσια φιλολογική του παιδεία (εξόχως γαλλοκεντρική), μας παραθέτει πλήθος συγγραφέων, αλλά και μουσικών ή δημοσιογράφων σε ένα ευρύτατο απάνθισμα θανατολογίας. Αποτέλεσμα κάπως χαώδες: το βιβλίο δεν οργανώνεται σε κεφάλαια, δεν έχει αρχή, μέση, τέλος. Μπορείς να διαβάσεις πηδώντας (χαρωπά;) από ΄δώ κι από ΄κεί, σεβόμενος απλώς, ει δυνατόν, τις μικρές ενότητες που το απαρτίζουν. Απολαυστικό ανάγνωσμα. Θα ΄θελα να είχα το πρωτότυπο· η μετάφραση αγκομαχάει να αποδώσει την περιρρέουσα βρετανική σπιρτάδα. Ναι, σπιρτάδα: δεν είναι καθόλου θανατερό, νοσηρό, πλακωτικό, μελαγχολικό. Τουναντίον, έχει άφθονο χιούμορ που, δεδομένων των περιστάσεων, δεν μπορεί παρά να ρέπει προς το μαύρο. Ο Μπαρνς εν μέρει αυτοβιογραφείται: παιδικά χρόνια, οικογένεια, διαχείριση αναμνήσεων και αυθαιρεσίες μνήμης, ίχνη- εκούσια ή ακούσια- των τεθνεώτων προγόνων του. Συγχρόνως, μας παρουσιάζει κάπου είκοσι γνωστά ονόματα «δημιουργών», πάντα με άξονα τη στάση τους απέναντι στη φθαρτότητα (λ.χ. ακραία θανατοφοβία του Ραχμάνινοφ).

Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το έτερον Θ: ο Θεός. Η πίστη (ή μη) και η ατομική ή συλλογική διαχείριση της θνητότητας, πάνε παρέα.

Ο Μπαρνς δηλώνει αγνωστικιστής. Αρχίζει μάλιστα το βιβλίο με τη χαρακτηριστική ατάκα: «Δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά μου λείπει». Το κείμενο ουσιαστικά μοιράζεται ανάμεσα στα δύο αυτά καίρια Θ. Μαθαίνουμε λ.χ. ότι η μάνα του τον επέπληξε όταν, σε προχωρημένη ηλικία, εκείνος δήλωσε αγνωστικιστής: όχι ως πιστή Χριστιανή, αλλά ως φανατική αθεΐστρια θεωρούσε τον αγνωστικισμό μεσοβέζικο, ξενέρωτο! Αθεΐστρια μητέρα και γιαγιά κομμουνίστρια – στην Αγγλία, παρακαλώ! Ο δε μεγαλύτερος αδελφός, κατ΄ επάγγελμα φιλόσοφος, αναφέρεται συχνά πυκνά ως πηγή πειθαρχημένης επιχειρηματολογίας στα ζητήματα θεο-θανατολογίας.

Προβληματισμός

Ο θάνατος μέσα στη ζωή, είτε ως φθίνουσα δυνατότητα αγάπης είτε ως κατάψυξη με την προοπτική απόψυξης σε κάποιο απώτερο μέλλον, ιατρικώς πιο εξελιγμένο, είτε ως εξασθένιση-εξαφάνιση των εγκεφαλικών λειτουργιών, προβληματίζει έντονα τον Μπαρνς. Αναφέρει τραγικά παραδείγματα άνοιας, όπως λ.χ. τον Ραβέλ: στα τελευταία του, δεν αναγνώριζε τα ίδια του τα κομμάτια και τα άκουγε μεν (όχι όπως ο Μπετόβεν), αλλά τα σχολίαζε λέγοντας «Ωραίο! Ποιος το συνέθεσε;».

Αχ, αυτοί οι «Δημιουργοί» που κάνανε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου! Τι πετυχαίνουν μέσω των έργων τους; Μία βραχεία εύθραυστη υστεροφημία, κουκίδα μέσα στην απεραντοσύνη του χρόνου. Μια στιγμή στριμωγμένη ανάμεσα στα δύο αχανή Τίποτα που προηγούνται και έπονται της ύπαρξης (διακριτά, καθώς το πρώτο κατατείνει στη γέννησή μας). Το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιστεί το αργότερο σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, παρέα με τον ήλιο, και κατά πάσα πιθανότητα πολύ νωρίτερα. Ο Μπαρνς αναρωτιέται ποιος θα είναι ο τελευταίος επισκέπτης στον τάφο του, ποιος ο τελευταίος αναγνώστης του. Έχει πλήρη επίγνωση της ματαιότητας, της μη αιωνιότητας της τέχνης. Αυτό δεν τον εμποδίζει να μας προσφέρει κάτι ωραίο. Κύκνειο άσμα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει…

Julian Βarnes

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΕ ΠΙΑ

ΜΤΦ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΟΝΤΑΞΑΚΗ ΕΚΔ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2008 ΣΕΛ. 363