Ο βιβλικός βασιλιάς Σολομών ίσως και να μην ήταν μυθικό πρόσωπο υποστηρίζουν Αμερικανοί επιστήμονες που χρονολόγησαν τα κατάλοιπα από ένα εργαστήριο επεξεργασίας χαλκού στη Μέση Ανατολή. Από την έρευνα που έκαναν και η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Ρroccedings of the Νational Αcademy of Sciences» προκύπτει, όπως λένε, ότι το εργαστήριο λειτουργούσε την εποχή που σύμφωνα με τη Βίβλο βασίλευε ο Σολομών.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τhe Los Αngeles Τimes», η ύπαρξη του Σολομώντος πριν από περίπου 3.000 χρόνια έχει αμφισβητηθεί έντονα από κάποιους ειδικούς τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι οποίοι υποστηρίζουν πως όσα αναφέρονται στη Βίβλο δεν έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά εξαιτίας της έλλειψης ικανού αριθμού αρχαιολογικών ευρημάτων. Θεωρούν μάλιστα ότι στην περιοχή που εκτείνεται σήμερα το Ισραήλ ή στην ευρύτερη περιοχή που κατοικούσαν οι Εδωμίτες, δεν υπήρχαν τον 10ο αιώνα π.Χ. ανεπτυγμένες κοινωνίες που να είχαν την ικανότητα να κτίζουν φρούρια ή να ανεγείρουν περίτεχνα μνημεία ή δημόσια έργα.
Τα ευρήματα. «Πρόκειται για μια βιβλική περίοδο η οποία έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις μεταξύ των αρχαιολόγων που ασχολούνται με το θέμα» λέει ο Τόμας Λέβι, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο. Ο επιστήμονας αυτός ερεύνησε πριν από λίγο καιρό τα κατάλοιπα από την εξόρυξη μεταλλεύματος χαλκού σε μια περιοχή της σημερινής Ιορδανίας, η οποία βρίσκεται περίπου 45 χιλιόμετρα βορείως της περίφημης αρχαιολογικής περιοχής της Πέτρας. Όταν τα χρονολόγησε, διατύπωσε την πεποίθηση ότι ο βιβλικός βασιλιάς Σολομών μπορεί και να υπήρξε.
Το συγκεκριμένο εργαστήριο επεξεργασίας χαλκού λέγεται πως ήταν το μεγαλύτερο στη Μέση Ανατολή κατά την Εποχή του Σιδήρου. Το χαρακτηριστικότερο εύρημα στο αρχαίο αυτό «εργοστάσιο» είναι η πυκνή συγκέντρωση σκωρίας, δηλαδή της υαλώδους ουσίας που προέρχεται από την εκκαμίνευση του μεταλλεύματος. Τριγύρω μάλιστα υπάρχουν τα κατάλοιπα περίπου 100 κτισμάτων. Οι τεχνίτες της εποχής εκείνης έκαιγαν ξύλα για να δημιουργήσουν την απαραίτητη θερμότητα για την εκκαμίνευση του μεταλλεύματος. Τα κάρβουνα που απέμειναν ήταν στη διάθεση των ερευνητών για να τα χρονολογήσουν.
Η διχογνωμία. Πριν από δύο χρόνια, ο Λέβι χρησιμοποίησε την τεχνική τού ραδιενεργού άνθρακα και αποφάνθηκε ότι η εξόρυξη και η επεξεργασία του χαλκού στην συγκεκριμένη περιοχή άρχισε τον 10 αιώνα π.Χ. Στην άποψη αυτή αντιτάχθηκαν ο αρχαιολόγος Ισραήλ Φίνκελσταϊν από το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και συνεργάτες του οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι αρχαιολογικές ενδείξεις από την ευρύτερη περιοχή δεν επιβεβαιώνουν τον εποικισμό της πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. Ο Λέβι θέλησε να απαντήσει στις αιτιάσεις αυτές και ανέσκαψε σε βάθος επτά μέτρων στην «αμφιλεγόμενη» τοποθεσία, λαμβάνοντας δείγματα από τη σκωρία και από άλλα τεχνουργήματα. Όταν τα συγκέντρωσε, τα έστειλε στον φυσικό Τόμας Χίγκχαμ στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να τα χρονολογήσει.
Οι Άγγλοι ειδικοί με τη σειρά τους αποφάνθηκαν ότι σύμφωνα με την εξέταση των κατώτερων πετρωμάτων της περιοχής, η εξόρυξη χαλκού βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία επί 40 χρόνια γύρω στο 940 π.Χ. Το ορυχείο σταμάτησε τη λειτουργία του περί το 910 π.Χ. και συνέχισε ξανά τον 8ο π.Χ. αιώνα. Στο μεταξύ όμως, ο Λέβι και οι συνεργάτες του βρήκαν στα κατώτερα πετρώματα του ορυχείου, την εποχή που δεν λειτουργούσε, ένα κόσμημα σκαραβαίο από το ανατολικό δέλτα του Νείλου και ένα φυλακτό που συνδέεται με την αιγυπτιακή θεότητα Νουτ.
Και το σκανδαλιστικό ερώτημα που προκύπτει όπως ο ίδιος λέει είναι αν αυτά τα δύο τεχνουργήματα σχετίζονται με τον Φαραώ Σεσώγχις Α΄ (945-924 π.Χ.) που ανήκε στην 22η Αιγυπτιακή Δυναστεία (945-730 π.Χ.), ο οποίος κατέκτησε μεγάλο κομμάτι της Παλαιστίνης έπειτα από τον θάνατο του Σολομώντος. Ο Λέβι επικαλείται αιγυπτιακά αρχεία σύμφωνα με τα οποία ο Σεσώγχις κατέκτησε μια περιοχή σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από εργαστήριο επεξεργασίας χαλκού, την οποία ο ίδιος ανέσκαψε.
«Καμιά απόδειξη». Παρά τις νέες αυτές αποδείξεις που προσκομίστηκαν για την ύπαρξη του βασιλείου του βιβλικού Σολομώντος, οι ενστάσεις δεν έπαψαν να διατυπώνονται. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ στην Αγγλία, Πιοτρ Μπιενκόφσκι, ο ρόλος της ραδιοχρονολόγησης των ευρημάτων είναι υπερτιμημένος. Δεν υπάρχει λέει καμία απόδειξη ότι η συγκεκριμένη περιοχή κατοικούνταν παλαιότερα. Αυτό σημαίνει ότι το εργαστήριο επεξεργασίας χαλκού ίσως να το λειτουργούσαν περιοδικά κάποιοι νομάδες. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να συνδεθεί η λειτουργία του με κάποια πόλη ή βασίλειο. «Επομένως, χωρίς επιπλέον αποδείξεις είναι πρόωρο να μιλάμε για οποιονδήποτε συσχετισμό με τον μυθικό βασιλιά».
Η ΑΡΧΑΙΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ήταν πολύ αραιοκατοικημένη κατά τον 10 αι. π.Χ. που υποτίθεται ότι βασίλευσε ο Σολομών λένε ορισμένοι αρχαιολόγοι. Επομένως, δεν μπορούσε να είναι το επίκεντρο του βασιλείου του
Μυθολογικός βασιλιάς των Εβραίων ή ιστορικό πρόσωπο;
ΣΥΜΦΩΝΑ με την Παλαιά Διαθήκη, ο Σολομών ήταν γιος του βασιλιά Δαβίδ και της Βηθεσδά και διοικούσε ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος που εκτεινόταν από τον Ευφράτη μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Λέγεται ότι ο ίδιος έκτισε τον πρώτο ναό στην Ιερουσαλήμ και συσσώρευσε αμύθητη περιουσία σε χρυσάφι. Σύμφωνα με τη Βίβλο, ο Σολομών βασίλευσε επί 40 χρόνια και πέθανε το 931 π.Χ.
Η ύπαρξη του βασιλείου του Σολομώντος έχει εντόνως αμφισβητηθεί από πολλούς ειδικούς που ασχολήθηκαν με το θέμα, προσπαθώντας να ανακαλύψουν επιστημονικά πειστήρια για να επιβεβαιώσουν τις Γραφές.
Αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν στη διάθεσή τους, τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ιερουσαλήμ ήταν ελάχιστα κατοικημένη τον 10 αιώνα π.Χ. και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι το επίκεντρο ενός βασιλείου.
Άλλοι ειδικοί έχουν εκφράσει την άποψη ότι εκείνη την εποχή ήταν αδύνατο να συσσωρευθεί ένας τόσο μεγάλος θησαυρός, καθώς τα ορυχεία χρυσού και πολύτιμων λίθων που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν το θησαυροφυλάκιο του μυθικού βασιλείου βρίσκονταν στην Αφρική και η μεταφορά τους προς τη Μέση Ανατολή θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη απο δρόμους μέσα στην επικράτεια των Φαραώ ή από τη θάλασσα.