ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΥΚΝΟ, ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΟ, ΣΧΕΔΟΝ
«ΣΚΛΗΡΟ» ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ- ΑΓΑΠΗ,
ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, ΤΗ
ΜΟΝΑΞΙΑ, ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ.
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟΥ
ΓΑΛΛΟΥ ΠΑΣΚΑΛ ΚΙΝΙΑΡ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΙΣΟ, ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
ΥΨΗΛΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ
Το θέμα με έχει απασχολήσει συχνά. Πώς μεθοδεύει ένας συγγραφέας τη συνέχεια της θεαματικής αρχής ενός πονήματός του; Το ξανασκεφτόμουν καθώς, ενθουσιασμένος, προχωρούσα ακάθεκτος το μυθιστόρημα Βίλα Αμάλια, έχοντας τελειώσει το θαυμάσιο πρώτο από τα τέσσερα μέρη. Διότι διασχίζοντας το δεύτερο διαπίστωσα μια κόπωση, μια κάμψη, μια ροπή στο τετριμμένο. Μόνο καθώς οδεύουμε προς το τέλος έχουμε βελτίωση, η οποία, ωστόσο, δεν φτάνει με τίποτα τις ρωμαλέες πρώτες δεκάδες σελίδες. Το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος, και μακράν το καλύτερο, διαδραματίζεται στη Γαλλία, ανάμεσα σε Παρίσι, Βρετάνη, Βουργουνδία. Το κεντρικό πρόσωπο, η Αν, μια 47χρονη μουσικός, μέσα σε λίγες μόνον μέρες, διαπιστώνει ότι έχει φθάσει σε κάποιο τέλμα-τέρμα: βάζει τέλος στην πολύχρονη σχέση της με τον (άπιστο;) Τομά, πουλάει τα αντικείμενα του σπιτιού της, εξ ων και τρία πιάνα αξίας, ξεφορτώνεται και την παρισινή μονοκατοικία της με τη βοήθεια ενός μεσιτικού γραφείου. Όλα αυτά με τρόπο απόλυτο, «κάθετο». Οι σελίδες αυτές, καταιγιστικές θα έλεγα, συνταιριάζουν σε μια σφριγηλή ισορροπία τις πάμπολλες πρακτικότητες με τις ψυχικές καταστάσεις και μεταπτώσεις της ηρωίδας. Η οργάνωση και μεθόδευση της φυγής είναι πράγματι άριστα δοσμένες, δημιουργούν μάλιστα ένα είδος σασπένς. Η Αν ξηλώνει μεγαλοπρεπώς το ασφυκτικό υφαντό της ύπαρ ξής της, προσχεδιάζοντας το κενό.

Κι αρχίζει η περιπλάνηση. Πού θα καταλήξει, άραγε, η προγραμματικά απρογραμμάτιστη πορεία της ηρωίδας; Η Αν συμπεριφέρεται εντελώς σαν καταζητούμενη: αλλάζει ρούχα, κόβει τα μαλλιά της και δεν αφήνει ίχνη πουθενά παρά στον παλιό παιδικό της φίλο Ζορζ- ο οποίος, τυχαία μεν δυναμικά δε, μπαίνει στη ζωή της στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κανείς άλλος δεν πρέπει να γνωρίζει το στίγμα της: ούτε ο Τομά, ούτε η καταπιεστική γριά μάνα τηςπου ζει μόνη στη Βρετάνη, περιμένοντας πάντα την επιστροφή του άντρα της που τους εγκατέλειψε, όταν η Αν ήταν ακόμα μικρή.

Με κατεύθυνση τον Ευρωπαϊκό Νότο, η Αν θα βρεθεί στη νήσο Ίσκια, στον κόλπο της Νάπολης. Εκεί θα ανακαλύψει και θα νοικιάσει το σπίτι των ονείρων της: τη βίλα Αμάλια. Η κατάληξη αυτή σηματοδοτεί το τέλος της φυγής και την αρχή μιας πρόσκαιρης ευφορίας, για να μην πούμε ευτυχίας. Καθώς η Αν ανακάμπτει και βρίσκει τον δρόμο της, το κείμενο καταποντίζεται σε πλήθος συναισθηματισμούς και γλυκερές κοινοτοπίες-στερεότυπα για τη μεσογειακή φύση, το ιταλικό φολκλόρ, το όμορφο θαλασσινό τοπίο.

Υψομετρικές διαφορές, λοιπόν: σχηματοποιώντας, έχουμε να κάνουμε με διαφορετικά υψίπεδα γραφής, ανάλογα μάλιστα με τη γεωγραφική περιοχή όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Μόνον όταν αρχίζουν πάλι τα δύσκολα-συγκρουσιακά και η ηρωίδα επανέρχεται στα πάτρια γαλλικά εδάφη, το βιβλίο ξαναβρίσκει μέρος από την αρχική του αιχμηρότητα και γοητεία. Θεματολογικοί άξονες ο έρωταςαγάπη, η στέγη και η περιπλάνηση, η μοναξιά, ο θάνατος, σίγουρα δε και η μουσική.

Η μορφή της γραφής, στακάτο και καρέ-καρέ, παραπέμπει λίγο σε σενάριο: συνίσταται σε μικρές παραγράφους που σπάνια υπερβαίνουν τη σελίδα, απαρτίζοντας μικρά πλάνα τα οποία αναδεικνύουν συγκεκριμένες διαδοχικές φάσεις ή στιγμές μέσα στον χρόνο. Πρόκειται για κείμενο πυκνό, διεισδυτικό, σχεδόν «σκληρό» και ασφαλώς δυνατό- αν και, όπως είπαμε, άνισο. Τέλος, η μετάφραση είναι σαφώς καλή και μας επιτρέπει να απολαύσουμε τις πολλές υψηλής στάθμης σελίδες- που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του συνόλου.

Ρascal Quignard

ΒΙΛΑΑΜΑΛΙΑ

ΜΤΦ. Β. ΧΑΤΖΑΚΗ ΕΚΔ. ΑΓΡΑ, 2008, ΣΕΛ. 322