Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι η οικονομική κρίση που ξεδιπλώνεται σταδιακά ανά τον πλανήτη και, κυρίως, τον δυτικό κόσμο θα έχει ισχυρότατο αντίκτυπο στις αγορές των μέσων ενημέρωσης. Επιβράδυνση ή ύφεση της εμπορικής δραστηριότητας σημαίνει χαμηλότερη κερδοφορία ή ζημίες για πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες αναζητούν τρόπους να περικόψουν τις δαπάνες τους ώστε να προστατέψουν τα αποτελέσματά τους. Συχνά, η ευκολότερη λύση συνίσταται στον περιορισμό των διαφημιστικών κονδυλίων- αυτών δηλαδή που ορίζουν τη βιωσιμότητα και επιχειρηματική επιτυχία των ΜΜΕ. Σύμφωνα με τους ειδήμονες του χώρου, το πρόβλημα παρουσιάζεται μέγιστο στα παραδοσιακά Μέσα, δηλαδή τον Τύπο και τη ραδιοτηλεόραση. Αυτό διότι, εν μέσω δυσμενούς κλίματος, οι διαφημιζόμενοι τείνουν πλέον να προτιμούν Μέσα με ισχυρό στοιχείο «μετρησιμότητας», δηλαδή πλατφόρμες των οποίων η αποτελεσματικότητα μπορεί να υπολογιστεί άμεσα- για παράδειγμα, το Διαδίκτυο ή οι ταχυδρομικές αποστολές (direct mail).

Επιπρόσθετα, οι ειδικοί διαβλέπουν ότι, ανάμεσα στα παραδοσιακά ΜΜΕ, οι εφημερίδες θα αντιμετωπίσουν τις πλέον ζοφερές συνθήκες. Τούτο συμβαίνει γιατί στις αυξανόμενες δυσκολίες της διαφημιστικής απορρόφησης έρχονται να προστεθούν τρεις καίριοι παράγοντες όπως, αρχικά, η φθίνουσα πορεία της κυκλοφορίας τους (και των εσόδων που αυτή φέρνει). Κατά δεύτερο λόγο, η «μετανάστευση» δαπανών στο Ίντερνετ εμφανίζεται εντονότατα στην αγορά των μικρών αγγελιών που, για πάμπολλους τίτλους (ειδικά τοπικούς και επαρχιακούς), συνιστά άνω των δύο τρίτων του συνολικού τους τζίρου. Τέλος, η άνοδος της τιμής του δημοσιογραφικού χάρτου καθώς και το γεγονός ότι ο Τύπος παράγεται με «βιομηχανικό» τρόπο τον καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο στις σημερινές συνθήκες αυξανόμενου κόστους παραγωγής.

Πώς έχουν μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει οι εφημερίδες την επιδεινούμενη κατάσταση; Εάν τα μέτρα που λαμβάνονται αντικατοπτρίζουν την αντίληψη των εκδοτών, η απαισιοδοξία κυριαρχεί: απολύσεις εργαζομένων (κυρίως από το δημοσιογραφικό δυναμικό),

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΑΓΟΡΑ

Διεθνώς προκύπτει η αποδοχή ότι μία εφημερίδα δεν μπορεί να απευθύνεται σε όσο περισσότερους γίνεται αλλά σε συγκεκριμένη, στρατηγικά επιλεγμένη αγορά, την οποία θα υπηρετεί με συνέπεια

μείωση σελίδων ή, έστω οριακά, και σχήματος. Παράλληλα, παρατηρούνται και μεταβολές στο περιεχόμενο- απλά, παραμένει άγνωστο εάν τούτες λαμβάνονται στα πλαίσια ψύχραιμου μακροπρόθεσμου σχεδιασμού ή μόνο λόγω αναγκαιότητας: στις ΗΠΑ, την πρώτη χώρα την οποία χτυπάει η κρίση του Τύπου, η πλειονότητα των τίτλων εγκαταλείπει τις εθνικές ή διεθνείς ειδήσεις και επικεντρώνεται- σχεδόν αποκλειστικά- στην ειδησεογραφία της πόλης ή πολιτείας όπου εκδίδεται. Τα αποτελέσματα, προς το παρόν, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαραωστόσο, τείνει να προκύπτει πως αυτή η στρατηγική αποδίδει καλύτερα για τις μικρότερες τοπικές παρά για τις μεγαλύτερες επαρχιακές εφημερίδες.

Και εδώ ίσως να διαφαίνεται μία ενδιαφέρουσα τάση: οι τίτλοι που ανθίστανται κάλλιστα στις δυσμενείς συνθήκες τείνουν να είναι είτε πολύ μεγάλοι- δηλαδή εθνικής εμβέλειας, θωρακισμένοι και με περισσότερους πόρους- είτε πολύ μικροί, με αποτέλεσμα να συζητείται μία πιθανή σταδιακή εξαφάνιση του «μεσαίου χώρου» στην αγορά. Θα επεκταθεί το φαινόμενο και στην Ευρώπη; Τρόπον τινά, ήδη συμβαίνει- απλά δεν εκφράζεται πάντα με τη γεωγραφική παράμετρο αλλά με αυτήν της θεματικής εξειδίκευσης. Το βλέπουμε και στη χώρα μας, τόσο με τη θεαματική επιτυχία κάποιων αθλητικών φύλλων όσο και με τη σταθερότητα (εν μέσω γενικής πτώσης) ορισμένων οικονομικών εφημερίδων. Έτσι, διεθνώς προκύπτει ένας κοινός παρονομαστής που συνίσταται στην αποδοχή ότι μία εφημερίδα δεν μπορεί να απευθύνεται σε όσο περισσότερους γίνεται αλλά σε συγκεκριμένη, στρατηγικά επιλεγμένη αγορά, την οποία θα υπηρετεί με συνέπεια. Ενδεχόμενη οριακή μείωση πωλήσεων βραχυπρόθεσμα αντισταθμίζεται με σταθερότερη μεσοπρόθεσμη κυκλοφορία, με πιστότερο κοινό- πράγμα που πιθανότατα θα επικροτούσαν και οι διαφημιστές αφού άλλωστε αναζητούν απεγνωσμένα (και θα πληρώσουν αδρά) Μέσα που έχουν στενή και οικεία σχέση με το κοινό τους. Μία τέτοια απόφαση απαιτεί καθαρή σκέψη, κότσια και σκληρή δουλειά, στοιχεία που πολλές εφημερίδες δείχνουν στο δημοσιογραφικό τους έργο- απομένει να αποδειχθεί εάν θα πράξουν αντίστοιχα στο επιχειρηματικό.

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και αντιπρόεδρος του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.