«Οι μπράβοι είμαστε συνώνυμο της νύχτας αλλά και της ελληνικής διασκέδασης», λέει ο Δημήτρης, που προτιμά να συστήνεται ως «ασφάλεια» του νυχτερινού κέντρου στο οποίο εργάζεται. Για το περιστατικό στη Μύκονο λέει πως δεν τον σοκάρισε, γιατί «τέτοια σκηνικά είναι συχνά, ειδικά στα νησιά και στην Παραλιακή το καλοκαίρι. Απλώς, τις περισσότερες φορές ξέρουμε πότε να σταματήσουμε το ξύλο». Γνωρίζει και τον 25χρονο Ανδρέα, που κατηγορείται για τη δολοφονία του 20χρονου Αυστραλού.


«Είχαμε δουλέψει μαζί ένα φεγγάρι και στην Παραλιακή. Αυτός ήταν από τη Γλυφάδα και εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα. Καλό παιδί αλλά το μυαλό το είχε στα μπράτσα, όπως και οι περισσότεροι από εμάς. Μόνο που πρέπει να γνωρίζεις πού είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή, που δεν πρέπει να την περάσεις». Ο Δημήτρης έχει αρκετές δίκες στην πλάτη του, κατηγορίες για οπλοχρησία, οπλοφορία και σωματικές βλάβες. «Γι΄ αυτό δεν θέλω να φωτογραφηθώ. Δεν ντρέπομαι για τη δουλειά μου, αλλά έχω αρκετά μπλεξίματα, γι΄ αυτό άσε τη φωτογραφία όταν με το καλό ξεμπερδέψω. Τότε θα σου δώσω πόστερ».

Τα γυμναστήρια και οι σχολές πολεμικών τεχνών, είναι τα «θερμοκήπια» των αποκαλούμενων φουσκωτών. Από εκεί τους «ψαρεύουν» οι παλιότεροι μπράβοι για να καταλήξουν στα νυχτερινά κέντρα. Η έλευση εκατοντάδων νεαρών από την πρώην Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του ΄90 πρόσφερε νέο αίμα και άλλη διάσταση στο… επάγγελμα, νεαρούς που είχαν στόχο να βγάλουν γρήγορα χρήματα εκμεταλλευόμενοι την έφεσή τους σε σκληρά αθλήματα, όπως η πυγμαχία, το καράτε και η πάλη.

«Είσαι 18-20 χρόνων και μπορείς να βγάζεις 50-100 ευρώ κάθε βράδυ, γυναίκες, παρέες με ακριβά γούστα. Βρίσκεσαι μέσα στην καλή ζωή με αντάλλαγμα να δίνεις καμιά μπουνιά αν ποτέ χρειαστεί. Ο καιρός περνάει και έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι ο πρώτος μάγκας. Πηγαίνω σε άλλα μαγαζιά και όχι μόνο δεν περιμένω στην ουρά με την παρέα μου, αλλά θα έχω και το καλύτερο τραπέζι. Μου αρέσει να με φοβούνται. Και η δουλειά μας αυτό είναι, φόβος. Να τον εμπνέεις και όταν χρειαστεί να τον επιβάλλεις», λέει ο 35χρονος σήμερα Δημήτρης. Πιστόλια, σιδηρογροθιές, κλομπ, πεταλούδες και καλά δουλεμένα μπράτσα που αφήνουν τον «στόχο»

Πιστόλια, σιδηρογροθιές, κλομπ, πεταλούδες και καλά δουλεμένα μπράτσα είναι από τα βασικά εργαλεία της δουλειάς

αναίσθητο είναι από τα βασικά εργαλεία της δουλειάς. «Πάντοτε κουβαλάς μαζί σου ένα εργαλείο της δουλειάς. Ο δημοσιογράφος πάει χωρίς χαρτί και στιλό σε ρεπορτάζ; Εγώ γιατί να πάω χωρίς τη σιδηρογροθιά; Πρέπει όμως να ξέρεις πού να σταματήσεις. Κανένα αφεντικό δεν θέλει να σκοτώνεται κόσμος στο μαγαζί του. Όλοι σου λένε, “κράτα το μαγαζί ήσυχο”. Δεν σου λένε, “γέμισέ το αίματα και φέρε την Αστυνομία μέσα”».

Όπως λένε και οι μυημένοι στον κόσμο των «φουσκωτών», οι μπράβοι χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Κατηγορία «πόρτα». «Κατ΄ αρχάς είναι η αποκαλούμενη “πόρτα”. Αυτοί που δουλεύουν στο πόστο αυτό, συνήθως επιλέγονται να είναι “ντουλάπες” και “σκιαχτικοί”, δηλαδή μεγαλόσωμοι και τύποι που όταν τους βλέπεις να καταλαβαίνεις πως δεν σε παίρνει για αστεία. Αυτοί πρέπει να σταματούν τους μεθυσμένους απ΄ έξω ενώ σε μερικά μαγαζιά ζητούν να προσέχεις την ανα λογία στον αριθμό αντρών- γυναικών που θα μπουν. Εννοείται πως κάθε μαγαζάτορας θέλει περισσότερες γυναίκες μέσα, αυτό όμως εξαρτάται από τη φιλοσοφία του μαγαζιού. Τα περισσότερα τώρα δεν θέλουν να τρομάξουν τον κόσμο από την αρχή και επιλέγουν λιγότερο σωματώδη παλικάρια».

Κατηγορία «πολεμιστές».

«Αυτοί κάνουν όλη τη βρώμικη δουλειά. Βρίσκονται συνεχώς σε ενδοσυνεννόηση με τον υπεύθυνο ασφάλειας του μαγαζιού και αναλαμβάνουν να σταματούν τους καβγάδες προτού γίνουν αντιληπτοί από τους θαμώνες. Κανένας μαγαζάτορας δεν θέλει το μαγαζί του να γίνεται σαλούν».

Κατηγορία «μπράβος». «Έτσι μας αποκαλείτε όλους. Ο μπράβος όμως είναι αυτός που θα αναλάβει κι άλλες βρώμικες δουλειές για το αφεντικό του. Βασικά θα του προσφέρει προστασία όποτε το ζητήσει. Στα καθήκοντά του όμως είναι να στέλνει τα μηνύματα του αφεντικού. Και όταν λέμε μηνύματα εννοούμε να ρίξει ξύλο στον «στόχο», να πυροβολήσει για εκφοβισμό, να κάψει κανένα μαγαζί ή αυτοκίνητο. Οι μπράβοι θα πάνε να εισπράξουν χρήματα, θα μοιράσουν τα ναρκωτικά, θα αναλάβουν την προστασία των μαγαζιών. Η επόμενη βαθμίδα είναι ο νονός της νύχτας. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα είναι λίγο άνω- κάτω. Ο μπράβος εύκολα γίνεται νονός και στη συνέχεια καταλήγει νεκρός».

Τα τελευταία δύο χρόνια 12 νονοί, οι περισσότεροι είχαν ξεκινήσει από μπράβοι μαγαζιών, βρέθηκαν νεκροί στο πλαίσιο ξεκαθαρίσματος των διαφόρων συμμοριών που προσπαθούν να πάρουν το πάνω χέρι στα στέκια της νυχτερινής διασκέδασης.

«Ξαναζώ τη δική μου τραγωδία»


«Κάθε φορά που βλέπω τον πατέρα του παιδιού από την Αυστραλία ξαναζώ τη δική μου ιστορία με τον γιο μου. Ήταν 16 χρόνων ο Κωνσταντίνος όταν έγινε η τραγωδία. Η ίδια ιστορία με τον νέο από την Αυστραλία. Ένα αντίγραφο, ένα καρμπόν. Τα δυο παιδιά βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, σκληρό, άδικο και βίαιο», λέει ο Ζήσης Βενιώτης.

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου 1993, όταν ο 16χρονος Κωνσταντίνος Βενιώτης έπεσε νεκρός από τα θανατηφόρα χτυπήματα του μπράβου στα «Παλιά Δειλινά», στην Παραλιακή.

«Τον καταλαβαίνω απόλυτα τον πατέρα του νεαρού Αυστραλού, ταυτίζομαι μαζί του. Ακριβώς τα ίδια έχω αισθανθεί κι εγώ. Αυτό που βλέπετε στον πατέρα, αυτή τη μεγαλοψυχία, αυτό το παράδειγμα ανθρωπιάς, είναι ο γιος του που βρίσκεται δίπλα του και τον καθοδηγεί. Η ψυχή αυτού του παιδιού που μαρτύρησε, θα του δίνει συνέχεια παρουσία. Θα τον έχει δίπλα του και θα τον αισθάνεται, όπως και εγώ τον γιο μου».

Ο Ντίνος ήταν μαθητής της Α΄ Λυκείου, είχε ύψος 1,90μ. και έπαιζε μπάσκετ στην ομάδα της Βουλιαγμένης. Το όνειρό του ήταν να γίνει χημικός. Εκείνο το μοιραίο βράδυ, όπως περιγράφει ο κ. Βενιώτης, ο Ντίνος με τρεις συμμαθητές του είχαν πάει σε λούνα παρκ στη Γλυφάδα. Επιστρέφοντας κατά τις 10.30 το βράδυ, ο δρόμος τους έφερε έξω από το κέντρο διασκέδασης στην Παραλιακή.

Έπαιζαν με το φωτοκύτταρο. Ο Κωνσταντίνος μαζί με έναν από τους φίλους του περίμεναν στη στάση. «Τα άλλα δύο παιδιά έπαιζαν με το φωτοκύτταρο της πόρτας. Έβαζαν το πόδι τους στην πόρτα που ανοιγόκλεινε. Εκεί που περίμενε ο γιος μου στη στάση, είδε κάποιον να κυνηγά τους δυο συμμαθητές του. Το άλλο παιδί φοβήθηκε κι έφυγε και ο γιος μου έμεινε μόνος στη στάση», λέει ο κ. Ζήσης Βενιώτης. Ο 30χρονος μπράβος, πατέρας δύο παιδιών, έπιασε τον Ντίνο, τον έβαλε μέσα στον μαγαζί και τον ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου.

«Τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, από ό,τι μάθαμε αργότερα με μαύρο φακό που λειτουργεί σαν κλομπ. “Αμβλύ όργανο” το περιέγραψαν οι αρμόδιοι στην ιατροδικαστική εξέταση. Το παιδί είχε πέντε χτυπήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, γδαρσίματα στα πόδια και σημάδια από κλωτσιές. Το χτυπούσε μέχρι που πέθανε».

Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρός. Στις 12.30 το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού μου, ήταν από το Αστυνομικό Τμήμα για να μου πουν: «Ο γιος σας έπαθε δυστύχημα. Ελάτε».

Η επόμενη μέρα. «Φρικτές σκέψεις για τον δολοφόνο πέρασαν από το μυαλό μου. Θα έφθανα στα άκρα. Με σταμάτησε όμως ο γιος μου, που τον αισθάνθηκα να μου λέει “πατέρα σταμάτα, αυτές είναι δουλειές του Θεού”. Από την αρχή είχα μεγάλη συμπαράσταση από γονείς». Για την οικογένεια, η ψυχοφθόρος διαδικασία άρχισε στα δικαστήρια. «Προσπάθησαν να παρουσιάσουν ότι το παιδί ήταν καρδιακό. Ειπώθηκαν απίστευτα πράγματα. Ότι το παιδί είδε κάποια σκυλιά, τρόμαξε και χτύπησε στον τοίχο. Το πώς βρέθηκε με πέντε χτυπήματα δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τα δικονομικά τερτίπια».

Οι δικαστές όμως, όπως παραδέχεται ο τραγικός πατέρας, έκαναν το χρέος τους και εξάντλησαν τα περιθώρια του νόμου καταδικάζοντας τον δολοφόνο για σκοπούμενη σωματική βλάβη σε κάθειρξη 12 ετών.

Για τον δολοφόνο του γιου του ο κ. Βενιώτης προσθέτει: «Δεν ζήτησε ούτε συγγνώμη. Επέμενε στους ισχυρισμούς του και ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι χτύπησε το παιδί. Τον καλέσαμε να πει την αλήθεια στο δικαστήριο. Πιστεύω ότι μετείχαν και άλλοι στον ξυλοδαρμό. Του ζητήσαμε να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς. Κράτησε το στόμα του κλειστό και δεν ομολόγησε».

«Βγάζουν τον θυμό τους εκεί που τους παίρνει»


«Έπαθα σοκ όταν άκουσα τι έγινε στη Μύκονο. Στη θέση του δράστη έβαλα τον εαυτό μου.

Πώς θα αντιδρούσα εγώ, που έχω περάσει 17 χρόνια στη νύχτα; Ό,τι και αν έκαναν οι πιτσιρικάδες. Αν είχα κάποιες υπόνοιες θα τους παρέδιδα στην Αστυνομία».

Ο Λεωνίδας έχει δουλέψει από τα 18 του χρόνια σε νυχτερινά μαγαζιά και γνωρίζει πολύ καλά όσα γίνονται στη νύχτα. Ξεκίνησε σερβιτόρος, συνέχισε ως πορτιέρης και υπεύθυνος μαγαζιών, έχοντας δουλέψει σε όλα τα είδη των νυχτερινών κέντρων. Εφόδιό του το τάε κβον ντο, το οποίο δεν θέλησε ποτέ να χρησιμοποιήσει εις βάρος άλλου ανθρώπου. Τα δύο τελευταία χρόνια, αποσύρθηκε και εργάζεται μπάρμαν σε ένα μικρό και ήσυχο μαγαζί. «Η νύχτα με κούρασε. Δεν με ενδιαφέρει πια. Προτίμησα να τελειώνω. Άλλωστε όταν ξεκίνησα τη δουλειά, τα πράγματα στη νυχτερινή διασκέδαση ήταν τελείως διαφορετικά. Σήμερα η νύχτα έχει χαλάσει, όλα έχουν αγριέψει».

Για τον μπράβο-πορτιέρη της Μυκόνου λέει: «Δυστυχώς υπάρχουν και αυτοί, που εγώ τους αποκαλώ μάτσο άνδρες. Βγάζουν τον θυμό και την ανασφάλειά τους σε κάποια άτομα, όπου τους παίρνει. Στην περίπτωση της Μυκόνου, ο μάτσο τα έβαλε με έναν νεαρό επειδή τον έπαιρνε. Αν είχε να αντιμετωπίσει έναν άνδρα της ηλικίας του, δεν θα έκανε αυτό που έκανε».

Στην πόρτα με… πτυχίο. Με πτυχίο ανωτάτης σχολής του Λονδίνου και μάστερ στη Ρομποτική, ο Λεωνίδας επιστρέφοντας στην Αθήνα τη δεκαετία του ΄80 έπιασε δουλειά σε πόρτα. «Για να είμαι ειλικρινής, τα λεφτά τότε ήταν πολλά. Πολύ περισσότερα από όσα αν έπιανα δουλειά σε αυτό που είχα σπουδάσει. Το νυχτοκάματο που έπαιρνα έφθανε τα 100 ευρώ τότε. Σήμερα βρίσκουν πορτιέρηδες με 50 ευρώ, το πολύ».

Όπως εξηγεί, ο μπράβος ακολουθεί πιστά αυτό που διατάσσει ο επιχειρηματίας, διαφορετικά ξέρει πως θα μείνει από δουλειά.

«Γενικά δεν υπάρχουν κανόνες, τους κανόνες τους ορίζουν τα αφεντικά. Το αφεντικό θα δώσει τις οδηγίες για το ποιοι θα μπουν στο μαγαζί, μέχρι πώς θα αντιδράσει το προσωπικό. Υπάρχουν αφεντικά που λένε, “αν γίνει κάτι βουτήξτε τον και βγάλτε τον έξω”. Άλλοι επιμένουν, “εξαντλήστε τον διάλογο και αν τα πράγματα φθάσουν στα άκρα, καλέστε την Αστυνομία”. Πολλά μαγαζιά λειτουργούν χωρίς άδεια. Η αυθαιρεσία κυριαρχεί, ο πορτιέρης όμως είναι αυτός που φαίνεται στον κόσμο Στην Ευρώπη η νυχτερινή διασκέδαση λειτουργεί τελείως διαφορετικά. Όλοι είναι επαγγελματίες και έχουν τα συνδικάτα και τα σωματεία τους.

Αν θέλεις να ασχοληθείς με τη διασκέδαση πρέπει να περάσεις από εξετάσεις, ενώ οι μπάρμαν φοιτούν σε σχολή».