«Ο ήχος του παλιού τηλεφώνου με μαγεύει. Είναι σαν να κάνω ένα παράξενο ταξίδι στον χρόνο. Τα τηλέφωνα είναι εδώ και χρόνια ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Ακόμα και σήμερα, την εποχή της τεχνολογίας, χωρίς τηλέφωνο αισθανόμαστε αποκομμένοι. Πολύς κόσμος μού λέει ότι έχω μια αποθήκη γεμάτη παλιατζούρες, όμως για μένα η αξία τους είναι ανεκτίμητη».


Όταν το 1983 ο τότε νεαρός ανθυπολοχαγός Λεωνίδας Δεμοιράκος άρχιζε την υπηρεσία του στο Κέντρο Διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να κρύβει μια παλιά τηλεφωνική συσκευή που ήταν τοποθετημένη στην άκρη του γραφείου του. Μια τυχαία πτώση της στο δάπεδο ήταν η αφορμή για να ανακαλύψει ένα καινούργιο πάθος. Ο 45χρονος σήμερα αντισυνταγματάρχης καμαρώνει για

400 ΣΥΣΚΕΥΕΣ

Στη συλλογή του κ. Δεμοιράκου περιλαμβάνονται περισσότερα από 250 διαφορετικά μοντέλα

τη μεγαλύτερη συλλογή τηλεφωνικών συσκευών στην Ελλάδα, η οποία περιλαμβάνει περισσότερες από 400 συσκευές, που χρονολογούνται από το 1895 έως τις αρχές της δεκαετίας του ΄60.

Από βακελίτη

«Τα καλώδια της συσκευής του γραφείου μου ήταν τοποθετημένα τόσο αδέξια, που πολλές φορές μπλέκονταν στα πόδια μου, με αποτέλεσμα να τη ρίχνω συνέχεια κάτω. Παρά τις συνεχείς πτώσεις, παρατηρούσα πως η συσκευή αυτή δεν πάθαινε καμία απολύτως ζημιά. Μου προξένησε το ενδιαφέρον να δω την τεχνολογία που έκρυβε μέσα της. Ήταν φτιαγμένη από μαύρο βακελίτη, υλικό σκληρό και δύσκαμπτο. Από τότε άρχισα να αναζητώ παλιές συσκευές, να τις επιδιορθώνω και να μαθαίνω για την ιστορία και την τεχνολογία τους», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Δεμοιράκος.

Τα πρωινά της Κυριακής ήταν αφιερωμένα στην αναζήτηση συσκευών. Από τα ξημερώματα η βόλτα στα παλαιοπωλεία ήταν μια εβδομαδιαία αγαπημένη συνήθεια.

«Την ώρα που η παρέα γύριζε από τη βραδινή διασκέδαση, εγώ έφευγα για το Μοναστηράκι. Οι παλαιοπώλες με έχουν μάθει πια και ξέρουν τι ζητάω». Ο συλλέκτης είναι ιδιαίτερα σχολαστικός και ποτέ δεν αγοράζει ένα κομμάτι αν ο μηχανισμός του δεν είναι ο αυθεντικός.

Γνήσια ανταλλακτικά!

Ο κ. Δεμοιράκος έχει περάσει ατελείωτες ώρες ξενυχτώντας στο εργαστήριό του στην προσπάθειά του να επιδιορθώσει παλαιές συσκευές, οι οποίες έρχονταν στην κατοχή του ελλιπείς, σπασμένες ή χαλασμένες. Έχει, μάλιστα, αποθηκευμένες μεγάλες ποσότητες ανταλλακτικών, με τα οποία φτιάχνει όλες τις παλιές συσκευές σαν καινούργιες. Ποτέ όμως δεν χρησιμοποιεί ανταλλακτικά που δεν ανήκουν στο ίδιο μοντέλο. «Θέλω τα μοντέλα μου να είναι ακριβώς όπως τα κατασκεύασε η εταιρεία τους. Ακόμα και τα καλώδια ή οι βίδες τους να είναι ίδια».

Σαφάρι στο εξωτερικό

Ακόμα και σε ταξίδια του στο εξωτερικό αναζητούσε ευκαιρίες να μεγαλώσει τη συλλογή του και με τον καιρό κατάφερε να δημιουργήσει ένα αρκετά σημαντικό δίκτυο στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, ενώ πρόσφατα απέκτησε και μια νέα επαφή στη μακρινή Αυστραλία. «Παλαιοπώλες από τη Σουηδία, αλλά και από τη Γερμανία, τη Βρετανία και το Βέλγιο μου στέλνουν φωτογραφικό υλικό με τις συσκευές που έχουν στην κατοχή τους και αν με ενδιαφέρουν τις αποκτώ. Η καλύτερή μου όμως συνεργασία ήταν με έναν παλαιοπώλη από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος, στα τρία χρόνια που έζησα εκεί, μου έφερε εξαιρετικά κομμάτια από το Βέλγιο», λέει ο κ. Δεμοιράκος. Η συλλογή του κ. Δεμοιράκου ξεπερνά σήμερα τα 400 κομμάτια. Σε αυτήν περιλαμβάνονται περισσότερα από 250 διαφορετικά μοντέλα τηλεφώνων. Επιτραπέζια, τοίχου, τρένων και πλοίων, τμήματα από τηλεφωνικά κέντρα και άλλα βρίσκονται συσκευασμένα στο διαμέρισμα όπου φιλοξενείται η συλλογή. Η αξία της καθεμίας αρχίζει από τα 200 ευρώ και μπορεί να φτάσει ακόμα και τις 3.000- 4.000. Η ιδέα να πουλήσει κάποτε τη συλλογή του δεν περνάει σε καμία περίπτωση από το μυαλό του, ενώ, όπως αναφέρει, το μεγάλο του όνειρο είναι κάποια στιγμή να την εκθέσει.

Πρόλαβε και κατοχύρωσε την πατέντα


Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ του τηλεφώνου έχει αποδοθεί στον Σκωτσέζο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, ο οποίος ήταν εκείνος που στις 14 Φεβρουαρίου 1876 την κατοχύρωσε αποκτώντας το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ωστόσο πολλοί θεωρούν πως η εφεύρεση του Μπελ αποτέλεσε απλώς την εξέλιξη των προσπαθειών δύο άλλων επιστημόνων, του Γερμανού Φίλιπ Ράις και του Ιταλού Αντόνιο Μεούτσι, ενώ ιστορικά ο πρώτος που επεχείρησε αντίστοιχο εγχείρημα ήταν ο Γάλλος Σαρλ Μπουρσέλ. Η εφεύρεση κατοχυρώθηκε στον Μπελ έπειτα από πολύχρονη δικαστική διαμάχη με την Ελίζα Γκρέι, η οποία φέρεται να κατέθεσε τη δική της ευρεσιτεχνία σε άλλο γραφείο, μόλις δύο ώρες αργότερα.