Τις ημέρες των εορτών, η πόλη μεταμορφώθηκε και πάλι με στολίδια, φωταψίες και χαρούμενες εκδηλώσεις. Η εορταστική ατμόσφαιρα προσδίδει στην καθημερινότητα τη χαρά της γιορτής, απαραίτητη αλλαγή στη μιζέρια και την κατήφεια που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζει την πόλη και τον πολιτισμό μας.

Κάθε χρονιά αναρωτιέμαι αν θα βρεθεί κάποτε κάποιος φορέας με φωτισμένα στελέχη για να αναλάβει συστηματικά και υπεύθυνα την ουσιαστική φροντίδα της πόλης.

Τότε οι φωτισμοί και ο διάκοσμος θα συμπληρώνουν ένα πολιτισμένο περιβάλλον και δεν θα σκεπάζουν προσωρινά τα απαράδεκτα χάλια της αστικής υποδομής.

Και οι κάτοικοι, όμως, θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουν την πόλη ως πολίτες και όχι ως ιδιώτες, να καταλάβουν ότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι ένα μεγάλο σταχτοδοχείο ή ένας ανοιχτός σκουπιδοτενεκές. Τα παιδιά και οι ενήλικοι δεν έχουν μάθει να προστατεύουν την πόλη και της συμπεριφέρονται εδώ και χρόνια με την ίδια αδιαφορία που χαρακτηρίζει και τους καθ΄ ύλην αρμοδίους για τη συνεχή, συστηματική και αδιάλειπτη φροντίδα του αστικού περιβάλλοντος.

Ας θυμηθούμε τις περιγραφές του Ροΐδη για την κατάσταση των Αθηνών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Αν και πρέπει να παραδεχθούμε ότι έχουν από τότε αλλάξει πολλά πράγματα, η στάση των κατοίκων παραμένει η ίδια, καθώς ενθαρρύνεται σε μεγάλο βαθμό από την αδιαφορία των αρχών. Έγραφε τότε ο Ροΐδης: «…αι κατά τας παραμονάς των Ολυμπιακών συστάσεις των εφημερίδων προς την αστυνομίαν και τους οικοκυραίους, να επιμεληθούν προς χάριν των ξένων την καθαριότηταν των δρόμων και να φροντίσουν να μην βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων και λαχανοπωλείων.Όλα αυτά εζητούντο με την υπόμνησιν μάλιστα ότι δεν θα παρετείνοντο επί πολλάς ημέρας αι τοιαύται περί καθαριότητος ενοχλήσεις…».

Η ευαισθησία μας για την απαράδεκτη

ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

αναπόσπαστο κομμάτι της παιδείας μας σε όλες τις βαθμίδες της, και κυρίως στα μικρά παιδιά, η ανάγκη για τη συνεχή φροντίδα της πόλης

κατάσταση των δημόσιων χώρων – πεζοδρόμια, δρόμοι, πλατείες, πλατώματα, λόφοι, νησίδες- σταματάει στη δαιμονοποίηση του τσιμέντου και σε διαμαρτυρίες οι οποίες αγνοούν τόσο τη σημασία της αρχιτεκτονικής όσο και την ανάγκη υπεύθυνης επίβλεψης στο διάστημα της εφαρμογής των μελετών. Συνηθισμένο φαινόμενο η έλλειψη συντονισμού και υπεύθυνης επίβλεψης, τα δημόσια έργα μένουν συχνά ημιτελή, οι μελέτες τροποποιούνται και κακοποιούνται με μεθόδους πυροσβεστικές και οι αρχιτέκτονες αποξενώνονται από την εφαρμογή της μελέτης τους. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι η απαξίωση της αρχιτεκτονικής.

Έ χουμε πλέον σε μεγάλο βαθμό εθιστεί στις ημιτελείς και κακότεχνες εικόνες του δημόσιου χώρου, ώστε να αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία τις λακκούβες, τις παγίδες των πεζοδρομίων, τα σταματημένα σιντριβάνια, τις λιμνάζουσες ελώδεις επιφάνειες του υποτιθέμενου ανακυκλούμενου νερού, τα ξεχασμένα γλυπτά που έμειναν ημιτελή να κοιτούν αινιγματικά προς το άπειρο, αναμένοντας κάποτε την ολοκλήρωσή τους και την ένταξή τους στο περιβάλλον, τα ετοιμόρροπα και κακοποιημένα παιχνίδια στις λεγόμενες παιδικές χαρές, τα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια, τις σκουριασμένες σιδηροκατασκευές, τους ξεχειλισμένους τόσο συχνά κάδους απορριμμάτων- τοποθετημένους χωρίς λογική, στις πιο ακατάλληλες θέσεις-, τα κακοποιημένα σήματα της κυκλοφορίας, τις διάσπαρτες ακαθαρσίες προερχόμενες από τον περίπατο των σκύλων, καθώς τα αφεντικά τους- οι ευαίσθητοι ζωόφιλοι- δεν μπαίνουν στον κόπο (με σπάνιες εξαιρέσεις) να αναλάβουν τη διαδικασία του καθαρισμού.

Ας γίνει επιτέλους αναπόσπαστο κομμάτι της παιδείας μας σε όλες τις βαθμίδες της, και κυρίως στα μικρά παιδιά, η ανάγκη για τη συνεχή φροντίδα της πόλης. Χρειάζονται γι΄ αυτό προγράμματα, δάσκαλοι φωτισμένοι και αρμόδιες αρχές με όραμα και ιδέες.

Γνωρίζω πόσο στενά συνδέεται αυτός ο στόχος με την οικονομία, με τις προτεραιότητες, με τις γραφειοκρατικές δεσμεύσεις και τις κατακερματισμένες υπευθυνότητες, όμως ας γίνουν τουλάχιστον ορατές οι προθέσεις. Ίσως έτσι και η εφαρμογή τους θα ακολουθήσει με μεγαλύτερη επιτυχία.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.