Τα επεισόδια της παλιάς σκυθρωπής ιστορίας συνεχίζονται. Υπουργοί παρανομούν, γραμματείς χρηματίζονται, στελέχη μασουλάνε ό,τι απέμεινε από τον τεράστιο μόσχο που λέγεται κράτος και που, ωστόσο, αποδεικνύεται ένα ον εφτάψυχο. Εκπληκτική η αντοχή του, παρά τις αντίθετες φήμες που το φέρουν να πνέει τα λοίσθια. Στην πραγματικότητα επιβιώνει εις πείσμα εκείνων που το κατατρώγουν ενώ δηλώνουν πως το υπηρετούν. Χρόνια τώρα- και δεν έχει νόημα να πούμε πόσα ακριβώς- οι πολιτικοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποκαλύπτονται ανίκανοι να προστατεύσουν τον θεσμό, πρώτα απ΄ όλα από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Παρ΄ όλα αυτά, το κράτος υποφέρει αλλά δεν καταρρέει. Γιατί οι πολίτες το θέλουν να υπάρχει οπωσδήποτε, όπως θέλουν να υπάρχει πάντα κάποιος διαιτητής όταν οι διαμάχες μεταξύ τους ξεπερνούν ένα όριο. Τέτοιοι είμαστε και σ΄ έναν λαό που φθείρεται συνέχεια σε αλληλοαμφισβητήσεις δεν μπορεί παρά να συντηρείται κρυφά η προσδοκία κάποιας λύτρωσης, κάποιας ισορροπίας.

Στην ελληνική περίπτωση η προσδοκία αυτή πήρε μια παράξενη μορφή. Δημιουργήθηκε ένας κεντρικός θεσμός με χαρακτηριστικά εξ αρχής τερατώδη. Το κράτος- παιδί και γέρος μαζί από την πρώτη στιγμή, ένα νόθο άτακτο νήπιο κι ένας πρεσβύτης που ροχαλίζει βαριά στην καρέκλα του, λες και από λεπτό σε λεπτό θα αρχίσει ο επιθανάτιος ρόγχος. Ουδείς όμως στην Ελλάδα θέλησε να δει αυτό το αλλόκοτο πλάσμα να πεθαίνει. Όσο οι Έλληνες επιμένουν να φαντάζονται ότι είναι αυτεξούσιοι, ότι μπορούν να ενεργούν όπως τους αρέσει τόσο κάποιο ένστικτο μέσα τους θα τους διορθώνει και θα τους ειδοποιεί να μην το παρακάνουν. Για να μην καταστραφούν από τις ατομικές ορέξεις τους χρειάζονται σαν αντιστάθμισμα ένα ομοίωμα συλλογικότητας, ακόμη και αν αυτό μοιάζει με σκιάχτρο.

Έτσι το κράτος παίρνει παράταση ζωής. Άρρωστο, υπονομευμένο, θα εξακολουθήσει να αντιπροσωπεύει μια κάποια πιθανότητα επίλυσης των ακραίων διαφορών, ενός διακανονισμού ανάμεσα στα συμφέροντα, μιας πρόνοιας επίσης ώστε οι πιο αδύναμοι να μην κατρακυλήσουν

ΟΣΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ

να φαντάζονται ότι μπορούν να ενεργούν όπως τους αρέσει τόσο κάποιο ένστικτο θα τους διορθώνει και θα τους ειδοποιεί να μην το παρακάνουν

στο χαμηλότερο σκαλί. Κι αυτό το τελευταίο δεν είναι λίγο σε μια κοινωνία που φοβάται όσο τίποτα ότι μπορεί να παλινδρομήσει και ό,τι κέρδισε να το χάσει ξαφνικά.

Ήδη είναι φανερά τα σημάδια αυτής της ανησυχίας που για ένα τμήμα του πληθυσμού δεν είναι καθόλου αβάσιμη. Ανήμπορα άτομα πετιούνται στην άκρη από τη μηχανή της αγοράς που δουλεύει όλο και πιο εντατικά. Η γκρίζα ανθρώπινη μάζα των απόρων, των αστέγων, των άνεργων νέων, των εγκαταλελειμμένων παιδιών, των αβοήθητων ηλικιωμένων μεγαλώνει στους κόλπους μιας Ελλάδας η οποία κάποτε περηφανευόταν επειδή τη δυστυχία τη συγκρατούσε πάση θυσία. Ο ηρωισμός στον αγώνα της ζωής συμβάδιζε με την καρτερία της οικογένειας. Αν και τραυματισμένοι και απογοητευμένοι όσοι έχαναν τις μάχες, έβρισκαν ανάμεσα στους συγγενείς μιαν υποστήριξη που δεν τους άφηνε να νιώσουν εντελώς ξοφλημένοι.

Ιδού γιατί σήμερα απλώνεται τόσο γρήγορα ο φόβος της αποτυχίας. Με την οικογένεια να αποσυντίθεται, όποιος ρίχνεται στην περιπέτεια μιας σταδιοδρομίας ή και μόνο της εξασφάλισης των απαραιτήτων βρίσκεται αντιμέτωπος με το αμείλικτο ενδεχόμενο: να εξαφανιστεί, να σβηστεί, εάν δεν πετύχει τους στόχους του. Αυτό ορίζει ο κανόνας της αγοράς, η λογική ενός κέρδους που δεν πρέπει να έχει διαλείμματα. Αλλά αυτή τη λογική δεν φαίνεται – ώς τώρα τουλάχιστον- να την αποδέχεται πλήρως ο μέσος Έλληνας. Ανταγωνιστής με τους άλλους από το πρωί ώς το βράδυ δεν μπορεί να είναι. Καλό το κέρδος, μα ακόμη καλύτερη μια ορισμένη ανάπαυση, μια αίσθηση πότε πότε ότι δεν κυνηγάς τίποτε και δεν σε κυνηγάει κανείς.

Πράγμα που σημαίνει ότι τα θέλγητρα της περιβόητης ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η άγρια προσμονή της επικράτησης του ισχυροτέρου συναντούν εδώ κάποια ψυχικά όρια, τα οποία οι σχεδιαστές της οικονομίας υποτιμούν. Νομίζουν ότι με μια- δυο κινήσεις θα «λιγοστέψουν» το υπέρβαρο κράτος. Δεν έχουν ακόμη καταλάβει πόσο κοστίζει να κόβεις άγαρμπα σαν να ΄ναι ένα κομμάτι ξύλο κάτι που είναι ζωντανό και αναπνέει πεισματικά.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών