«Πώς σου φαίνεται το φεστιβάλ;», ρώτησα ξένο συνάδελφο- που, αν θέλω να τον ξαναδώ του χρόνου, το όνομά του δεν μπορώ να το πω. «Μore or less nothing». Λίγο ώς πολύ τίποτα!


«Πρώτη φορά βλέπω στον κατάλογο να προλογίζουν τόσοι παράγοντες. Πρώτη φορά είδα παρουσιαστή στην πρεμιέρα να παριστάνει τον σταρ της ΤV (εννοεί τον Κώστα Κοντοβράκη, μία από τις νεαρές ανακαλύψεις της Δέσποινας Μουζάκη). Και πρώτη φορά μου έτυχε να χασμουριέμαι βλέποντας τόσο πολλές ταινίες. Αλλά θα ξανάρθω. Τόσες παρέες, τόσες κουβέντες, τόσα φαγοπότια…».

Παράδοξο, λοιπόν. Όπως όλα εν Ελλάδι. Κανονικά την κύρια δουλειά έπρεπε να την κάνει το τμήμα το διαγωνιστικό. Πού τέτοιο πράγμα! Άντε να βρεις στην πιάτσα δυο-τρία θηρία σκηνοθετών, που να δώσουν σε εσένα και όχι στις Κάννες την πρώτη τους ταινία! Έτσι, τζίφος ο διαγωνισμός. Αποτέλεσμα; Το ενδιαφέρον να πέφτει στους ώμους των παράλληλων προγραμμάτων. Συνέβαινε και επί Μιχάλη Δημόπουλου, αλλά τότε λειτουργούσαν οι «Νέοι Ορίζοντες» του Δημήτρη Εϊπίδη και η νεολαία ξεροστάλιαζε να βρει εισιτήριο να δει κάτι το διαφορετικό. Έφυγε ο Εϊπίδης, ήρθε ο Λευτέρης Αδαμίδης. Ο Ολυμπιακός χωρίς Κοβάσεβιτς και Γκαλέτι, πώς να βάλει γκολ;

«Τον παρακαλούσαμε γονατιστοί αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος», εξηγεί η Μουζάκη την απώλεια των «Νέων Οριζόντων». Παρ΄ όλα αυτά, και προφανώς επειδή θεωρούσε τον εαυτό του αρμοδιότερο να αναλάβει αυτός τη διεύθυνση της Θεσσαλονίκης- πράγμα που το είχε κερδίσει με το σπαθί του- παρέμεινε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που λειτουργεί κάθε Μάρτιο. Το ντοκιμαντέρ κόβει καμιά τριανταπενταριά χιλιάδες εισιτήρια, αλλά η κυρία Αργυρού του υπουργείου Πολιτισμού, ο κύριος Χρυσάφης της ΔΕΘ, ο κύριος Μαρκαντωνάκης του Δήμου και η Μουζάκη τον στριμώξανε στη γωνία. Δεν είσαι διευθυντής, αλλά καλλιτεχνικός διευθυντής. «Σωστά», απαντάει η Μουζάκη. «Εγώ είμαι ο διευθυντής».

Δεν μπορείς να ταξιδεύεις όπου θες, πρέπει προηγουμένως να παίρνεις έγκριση από εμάς. Από ποιους; Από τρία μέλη του Δ.Σ. «που ζήτημα είναι αν μπορούν να ξεχωρίσουν τον αγκώνα τους από μια ταινία», έλεγε χαριτολογώντας μια κακιά γλώσσα του φεστιβάλ. Η συνέχεια είναι άκρως ελληνική. Οι «άσχετοι» πολλαπλασίασαν τις συνεδριάσεις τους- περίπου μία κάθε εβδομάδα- και διπλασίασαν την αποζημίωσή τους των 65 ευρώ. Με απλά λόγια, λαμβάνουν πάνω-κάτω καμιά εξακοσαριά έκαστος. «Συν τα εισιτήρια, τα ξενοδοχεία και τα τραπεζώματα. Αν κοντά σε αυτά βάλεις

Με τόσα τσουβάλια ευρώ, μπορούσαν να φτιάξουν δύο καλά οπλισμένες Ταινιοθήκες που να φέρνουν μπόλικο και νεολαιίστικο κοινό

και τα χαρτάκια παραγόντων με τις προσλήψεις ανιψιών, τότε καταλαβαίνεις τι γίνεται εδώ». Προφανώς οι τριάντα- περίπου- συμβασιούχοι που απολύθηκαν κακήν κακώς («φαντάσου», μου έλεγε μια δεύτερη κακιά γλώσσα, «τους έδιωξαν πριν από το Πάσχα για να γλιτώσουν 15.000 ευρώ, όσο ήταν η συνολική αποζημίωση των αδειών») δεν είναι ανίψια του Παπαγεωργόπουλου, του Ψωμιάδη, της Αργυρού και της Μουζάκη. «Δεν είναι έτσι», με διορθώνει η τελευταία, «ακολουθήσαμε την οδηγία του Παυλόπουλου, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς».

«Οι ρόλοι δεν είναι αλλαξιές ρούχων»


«Ο ηθοποιός είναι σαν τον αθλητή, δεν ξεχνάει ποτέ την ηθοποιία, σαν τον αθλητή που πάντα προετοιμάζεται για τον επόμενο αγώνα. Ένας ρόλος δεν είναι, απλώς, σαν ένα ρούχο που όταν λερωθεί το βγάζεις και βάζεις άλλο ή σαν να πηγαίνεις να γλεντήσεις σε ένα πάρτι», συμφωνούν και οι δύο. Και ο Ντέιβιντ Στράδερν, που ήταν υποψήφιος για Όσκαρ στο «Καληνύχτα και καλή τύχη», και ο Κρις Κούπερ, που το κέρδισε στο φιλμ «Αdaptation». Δυο ηθοποιοί του Τζον Σέιλς, του βετεράνου του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου- παίζουν σε πολλές ταινίες του. Τιμούνται και οι τρεις από το φετινό 48ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και χθες δόθηκε στον σκηνοθέτη ένας τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος. Ντέιβιντ Στράδερν: «Ο κινηματογράφος είναι αντανάκλαση της κοινωνίας.

Μπορεί να δώσει μηνύματα στην κοινωνία, να κάνει ένα είδος προληπτικής θεραπείας. Μέσα από την ταινία “Καληνύχτα και καλή τύχη” ο Τζορτζ Κλούνι ήξερε πως δίνεται μια ευκαιρία στον κόσμο να ταυτίσει την εποχή των διώξεων στα χρόνια του μακαρθισμού με τη σημερινή πολιτική του Μπους. Είναι ευλογία αν μια ταινία καταφέρνει να αφυπνίσει τις συνειδήσεις του κοινού».

Κρις Κούπερ: «Το Όσκαρ δεν μου άλλαξε τη ζωή. Μου έδωσε μερικούς παραπάνω ρόλους, αλλά προσπάθησε να με εγκλωβίσει και σε μια κατηγορία ρόλων».

Πόσες από τις ταινίες που κάνετε τις αγαπάτε και πόσες γιατί είναι, τυπικά, η δουλειά σας;

Κούπερ: «Τρεις ταινίες για την καρδιά και μία πόρνη, αυτή που μου χρειάζεται για να φτιάξω τη στέγη του σπιτιού μου!

Αλλά, προσπαθώ να βάζω όρια στις… πόρνες».

Στράδερν: «Ευτυχώς, ακόμα δεν χρειάζεται να βγω στον δρόμο για ελεημοσύνη.

Προσπαθώ να παίζω σε ρόλους που έχουν ηθική, ιδεολογική υπόσταση, ρόλους και χαρακτήρες που σε σπρώχνουν να τους προσεγγίσεις κάνοντας ένα είδος ψυχανάλυσης».

Τι σας τράβηξε στην υποκριτική; Ικανοποιήθηκαν τα όνειρά σας;

Στράδερν: «Ο ηθοποιός είναι ο αγγελιαφόρος του θεατή. Ο πρώτος λόγος, βέβαια, που αποφάσισα να γίνω ηθοποιός στο σχολείο, ήταν επειδή η θεατρική ομάδα είχε μέσα και κορίτσια, ενώ το γυμνάσιό μου ήταν μόνο

Άνοδος στην προσέλευση θεατών κατά 11%, τις τέσσερις πρώτες ημέρες του φεστιβάλ: 34.262 φέτος, 31.523 πέρυσι

αρρένων. Αργότερα, κατάλαβα ότι οι ρόλοι δουλεύουν στο υποσυνείδητο το δικό μου αλλά και του κοινού. Ανακαλύπτω μέσα από αυτούς πολλά κρυμμένα δικά μου μυστικά.

Μέσα από έναν ρόλο σε μια ταινία ζεις σε ένα όνειρο».

Κούπερ: «Το γεγονός ότι μικρός ήμουν πολύ ντροπαλός κι αυτό με εξόργιζε, με έκανε να θελήσω να ασχοληθώ με την υποκριτική. Το “Ανατολικά της Εδέμ” του Ελία Καζάν με τον Τζέιμς Ντιν ήταν η πρώτη ταινία που έκανε “κλικ” μέσα μου, για να σκεφτώ να γίνω ηθοποιός.

Όταν πια μεγάλωσα, ανακάλυψα πως τα όνειρα μού στέλνουν σημάδια για το πώς να ερμηνεύσω έναν ρόλο».

«Παίζουν» με 7 εκατ. ευρώ


Σύννεφο το μικρομεσαίο, κινηματογραφικό υλικό. Πάρτε βαθιά ανάσα και μετρήστε τα πιάτα που σερβίρει ο αρχοντοχωριατισμός: Διαγωνιστικό, εκτός διαγωνιστικού, ειδικές προβολές, ελληνικές ταινίες, ελληνικά ντοκιμαντέρ, digital wave, ελληνικό φιλμ νουάρ, νέος ισπανικός κινηματογράφος, Ημέρες Ανεξαρτησίας, ειδικές προβολές των Ημερών Ανεξαρτησίας, Νέες φωνές στην Αργεντινή, Παιδική προβολή, Ματιές στα Βαλκάνια, Σύγχρονοι πόλεμοι, εκδηλώσεις εις μνήμην Κούρκουλου, Μουστάκα, Καψάσκη.

Αφιερώματα Μίκιο Ναρούσε, Λι Τσανγκ Τονγκ, Γιασμίν Αχμάντ, Νάε Κάρανφιλ. Όταν δεν έχεις φιλέτο αλλά κατεψυγμένο Νέας Ζηλανδίας τότε, για να το νοστιμέψεις, το περιχύνεις με μπόλικη σάλτσα.

Πόσες σάλτσες; Περί τις 250 ταινίες, από τις οποίες αν αφαιρέσεις τις αβάν πρεμιέρες γνωστών υπογραφών, πέφτεις συνήθως στα βαθιά χασμουρητά κινηματογραφικών σχολών. «Τις βλέπεις προτού τις εγκρίνεις;»- «Πολλές ναι, αλλά το πρόγραμμα του Κοντοβράκη, του Αδαμίδη και του Κερκινού είναι δική τους ευθύνη», ενημερώνει η Δέσποινα Μουζάκη.

Τυχεροί άνθρωποι. Κάνουν το κέφι τους, μετατρέπουν το φεστιβάλ σε home cinema με ξένα λεφτά. Πόσα; Περί τα 7 εκατομμύρια ευρώ. «Ναι, αλλά μόνο τα τρία επενδύονται για τις δέκα ημέρες του φεστιβάλ». Τέλος πάντων, σημασία έχει πως είναι πάρα πολλά για να πληρώνει το Δημόσιο μια ταινιοθήκη δέκα ημερών που μαϊμουδίζει φεστιβάλ.