O Ευάγγελος Βενιζέλος ποτέ δεν «υπονόμευσε» ιδεολογικά τον Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Η διαδρομή του, από την πρώτη στιγμή ένταξής του στο κόμμα, δεν διακρίθηκε για την προγραμματική πρωτοτυπία της, ούτε για την αμφισβήτηση του ιδεολογικού mainstream εντός του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η μηυπονόμευση υπήρξε, ωστόσο, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της υποψηφιότητάς του.

Το κεντρικό επιχείρημα της υποψηφιότητας Βενιζέλου ήταν ένα επιχείρημα κατά βάση διαχειριστικό: μπορώ να εκφράσω πιο αποτελεσματικά το ΠΑΣΟΚ (ως εκπρόσωπος στη Βουλή, ως συνομιλητής στην τηλεόραση, ως πρόεδρος, εάν εκλεγώ). Το επιχείρημα αυτό δεν στερείται βαρύτητας. Ωστόσο, συνήθως (όχι όμως πάντα), οι ηγέτες εκπροσωπούν και μιαν «άλλη» αντίληψη για τους στόχους και τους τρόπους του ασκείν πολιτική και μιαν άλλη εκδοχή του δημόσιου συμφέροντος. Δεν στηρίζονται μόνον ή κυρίως σε επιχειρήματα ατομικής επίδοσης.

Τα λάθη «ερασιτέχνη» που έκανε ο Ευ. Βενιζέλος κατά την κρίσιμη πρώτη εβδομάδα μετά την εκλογική ήττα υπονόμευσαν υπέρμετρα την προοπτική νίκης του, ακριβώς γιατί το προφίλ του είχε υπέρμετρα στηριχτεί στην «αποτελεσματικότητα». Τα λάθη δημιούργησαν βαριά αμφιβολία γύρω από το πιο ισχυρό όπλο (στην ουσία: τον πυρήνα) της υποψηφιότητάς του: ότι αυτός εκπροσωπεί την αποτελεσματικότητα, ότι έχει, αυτός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, τη στόφα του ηγέτη. Αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την απότομη έναρξη της πτωτικής δυναμικής, η οποία σε ένα ΠΑΣΟΚ με ισχυρές παπανδρεϊκές σταθερές ήταν εύκολο να μετατραπεί σε αυτοτροφοδοτούμενο- φαύλο- κύκλο.

Ωστόσο, η πρώτη εβδομάδα, αν και ιδιαίτερα σημαντική, δεν ήταν καθοριστική για την τελική έκβαση. Γιατί στην πορεία η πτωτική δυναμική δεν άλλαξε;

Γιατί ο Βενιζέλος δεν βρήκε τις λέξεις. Τις λέξεις και τις ιδέες. Ο Βενιζέλος- παραδόξως – ηττήθηκε ρητορικά. Δεν βρήκε τις λέξεις για να παρασύρει τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, για να εντάξει στη δική του προοπτική τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος. Η πολιτική ρητορική δεν είναι οι ωραίες λέξεις, ούτε η σωστή ροή στη διατύπωσή τους. Η πολιτική ρητορική είναι οι σωστές λέξεις: αυτές δηλαδή που εξηγούν καλύτερα από άλλες ορισμένες κρίσεις, που προτείνουν μια προοπτική καλύτερη από άλλες προοπτικές και εκφράζουν μια συλλογικότητα καλύτερα από άλλες απόπειρες έκφρασής της. Ο αποτελεσματικός ρητορικός λόγος είναι ένας λόγος στρατηγικός (τέτοιος ήταν, για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του ΄60 ο λόγος του Α. Παπανδρέου ή ο λόγος του Κ. Καραμανλή, ιδρυτή της Ν.Δ., τέτοιος ήταν ήδη από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ΄80 ο λόγος

ΤΑ ΛΑΘΗ «ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ»

που έκανε κατά την κρίσιμη πρώτη εβδομάδα μετά την εκλογική ήττα υπονόμευσαν υπέρμετρα την προοπτική νίκης του, ακριβώς γιατί το προφίλ του είχε υπέρμετρα στηριχτεί στην «αποτελεσματικότητα»

του Κ. Σημίτη). Ο λόγος του Βενιζέλου δεν έπεισε ότι είναι στρατηγικός, παρά τη σαφή βελτίωσή του κατά τις τελευταίες ημέρες (όταν ήταν ήδη αργά).

Το εύλογο αντεπιχείρημα πολλών της πλευράς Βενιζέλου, ότι η συλλογικότητα ΠΑΣΟΚ (νοοτροπίες, ιδεολογικά αντανακλαστικά) ήταν φύσει και θέσει πιο κοντά στο στυλ Παπανδρέου, μάλλον επιβεβαιώνει παρά αναιρεί τα παραπάνω. Ο στρατηγικός κομματικός λόγος, εάν είναι στρατηγικός, δεν αναζητεί άλλοθι στη δεδομένη πολιτική κουλτούρα ενός κόμματος ούτε μέμφεται τον παραλήπτη: απευθύνεται στο «κοινό σύστημα συντεταγμένων» του κόμματος για να το υπερβεί, όχι για να το εκφράσει παθητικά. Ο Βενιζέλος δεν βρήκε τις λέξεις για να στηριχτεί σε αυτό το «κοινό σύστημα συντεταγμένων» (το οποίο ήταν σε κρίση), δεν βρήκε επίσης τις λέξεις, καθώς το διάβημά του δεν είχε προγραμματικό βάθος για να το υπερβεί. Από τη στιγμή που το επιχείρημα της αποτελεσματικότητας εξασθένισε, ο Βενιζέλος έπρεπε να κερδίσει τη μάχη των ιδεών. Δεν ήταν όμως αρκετά προετοιμασμένος για μια τέτοια μάχη. Χωρίς ηγεμονικό λόγο δεν μπορούσε να κερδίσει απέναντι σε έναν αντίπαλο που έφερε το όνομα Παπανδρέου και είχε μαζί του την κομματική μηχανή.

O Γ. Παπανδρέου απέτυχε κατά την προηγούμενη θητεία του να διατυπώσει έναν συνεκτικό και ελκυστικό προγραμματικό λόγο (παρά το ότι πρότεινε επιμέρους ενδιαφέρουσες ιδέες), απέτυχε να διαμορφώσει μια συνεκτική προσωπική ηγετική εικόνα, απέτυχε επιπλέον να καθιερώσει μια φρέσκια ηγετική ομάδα. Γι΄ αυτές τις τρεις αποτυχίες δεν έφταιγαν φυσικά, εάν η ανάλυση θέλει να διατηρήσει τη σοβαρότητά της, ούτε ο Κ. Σημίτης, ούτε η πολιτική ισορροπιών, ούτε οι «υπονομευτές», ούτε τα εκδοτικά κέντρα. Έφταιγε ο ίδιος και τα στελέχη εκείνα που τον συνέδραμαν στη διαμόρφωση των επιλογών του.

Θα επιτύχει στο μέλλον ό,τι δεν επέτυχε στο παρελθόν; Σήμερα, οι δεσμεύσεις του προς «παλαιά» πρόσωπα είναι μεγαλύτερες από ό,τι το 2004 και οι δεσμεύσεις του απέναντι σε «παλαιές» ιδέες (τα κλισέ της υπονόμευσης και των ξένων κέντρων) είναι επίσης μεγαλύτερες.

Έχει όμως δύο πλεονεκτήματα υπέρ του. Το πρώτο βρίσκεται, ειρωνικά, εντός κόμματος: αν θέλει, ως οφείλει, να εκπροσωπήσει και το όχι ευκαταφρόνητο 38% της βενιζελικής παράταξης, πρέπει να υπερβεί τις ισορροπίες του δικού του στρατοπέδου. Θα πρέπει συνεπώς να δράσει στρατηγικά και καινοτόμα. Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι εκτός κόμματος: οι γνωστές εμφατικές αδυναμίες της κυβερνητικής παράταξης. Τα δύο μεγάλα σημερινά πλεονεκτήματα του Γ. Παπανδρέου φέρουν τα ονόματα των δύο μεγαλύτερων αντιπάλων του. Ο δόλος της Ιστορίας συχνά ατενίζει ευμενώς τους πρωταγωνιστές της. Και τους δίνει ευκαιρίες και κίνητρα για δράση.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο