Μάρλον Μπράντο:

«Ένα βράδυ πήγα για καφέ στη διασταύρωση της τέταρτης οδού με την πέμπτη λεωφόρο και έκατσα δίπλα σε δυο άντρες. Όταν πιάσαμε κουβέντα, ο ένας από αυτούς μιλούσε με τεξανή προφορά και έτσι τον ρώτησα από πού ήταν. «Νέα Υόρκη» αποκρίθηκε. «Και πού τη βρήκες τούτη την προφορά;» ρώτησα. «Στον στρατό». «Κολλάς τεξανή προφορά στον στρατό;» ρώτησα και σίγουρα έδειχνα πολύ απορημένος. «Ήταν κάτι σαν στολή παραλλαγής» μου είπε εκείνος. «Γιατί στον στρατό, αν είσαι Εβραίος, σε φωνάζουν με ένα σωρό παρατσούκλια, σε πειράζουν και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Έτσι καμωνόμουν πως ήμουν Τεξανός». Οκτώ μήνες είχε απολυθεί και δεν είχε κόψει ακόμη το συνήθειο. Κατόπιν συστηθήκαμε. Μου είπε πως τον έλεγαν Νόρμαν Μέιλερ».

Άρθουρ Μίλερ:

«Ζούσαμε σε ένα πέτρινο σπίτι στην οδό Πίρποντ, όταν η συνηθισμένη ησυχία του κομματιάστηκε ένα απόγεμα από δυνατές φωνές στον διάδρομο. Με τον φόβο πως σε λίγο θα έπεφτε ξύλο, άνοιξα την πόρτα και είδα έναν μικροκαμωμένο νέο με στρατιωτική στολή να κάθεται στα σκαλοπάτια με μια νεαρή και ωραία κοπέλα που ήταν η γειτόνισσά μας από το επάνω πάτωμα. Σώπασαν μόλις με είδαν και έτσι σκέφτηκα πως όλα ήταν εντάξει και γύρισα μέσα. Αργότερα ο νεαρός στρατιώτης, χωρίς στολή αυτή τη φορά, με πλησίασε στον δρόμο και μου συστήθηκε ως συγγραφέας. Λεγόταν Μέιλερ, μου είπε. Μόλις είχε δει ένα θεατρικό έργο μου. «Μπορώ να γράψω κι εγώ ένα τέτοιο», είπε».

Λίλιαν Ρος:

«Είχα γράψει κάτι γι΄ αυτόν σε ένα άρθρο μου στο περιοδικό «Νιου Γιόρκερ» το 1948, όταν δημοσιεύθηκε το πρώτο του βιβλίο, «Οι γυμνοί και οι νεκροί», και έγινε μπεστ σέλερ. Ο Μέιλερ ένιωθε ένα δυσάρεστο συναίσθημα πως ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι είχαν γράψει όλα όσα αξίζουν να γραφτούν, αλλά παρ΄ όλα αυτά ήταν αποφασισμένος να το ρίξει στα μυθιστορήματα. Κάναμε μακρινούς περιπάτους και λέγαμε τι ήθελε καθένας. Εγώ του είπα πως ήθελα να γίνω «η καλύτερη γυναίκα ρεπόρτερ στον κόσμο» και εκείνος μου είπε πως ήθελε να γίνει «ο καλύτερος συγγραφέας μυθιστορημάτων της εποχής μας»».

Σέλεϊ Γουίντερς:

«Ο Νόρμαν Μέιλερ κάθησε μαζί μας και άρχισε να κουβεντιάζει με τον Μπαρτ (Λάνκαστερ) για το γύρισμα του μεγάλου πολεμικού μυθιστορήματός του, «Οι γυμνοί και οι νεκροί», σε ταινία. Δεν έβλεπα ποιο ρόλο θα μπορούσα να παίξω σε αυτό και έτσι προσπαθούσα συνέχεια να αλλάξω κουβέντα. Σε μια στιγμή που ο Μπαρτ σηκώθηκε για ένα τηλεφώνημα, ο Νόρμαν μου είπε: «Να ΄σαι καλά, Σέλεϊ. Εγώ προσπαθώ να πουλήσω 250.000 δολάρια το βιβλίο μου κι εσύ το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα κάτσεις στα γόνατα του Μπαρτ». Ο Μπαρτ επέστρεψε και πρότεινε στον Νόρμαν να δειπνήσουν μαζί την άλλη μέρα. Ο Μέιλερ με φίλησε στο μάγουλο φεύγοντας και μου ψιθύρισε: «Είσαι σε καλό δρόμο, μωρό μου»».