Στην Πλατεία Αττικής είχα χρόνια να πάω. Ήταν βράδυ, ψιλόβρεχε και οι καπνοί ανέβαιναν αργά στον ουρανό. Στην κάτω μεριά, τα πιτσιρίκια έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ένας Αιγύπτιος, ένας Ουκρανός, ένας Σύρος, ένας Μολδαβός και δύο Αλβανοί. Όλοι εναντίον όλων, ανάλογα με το πού έσκαγε η μπάλα. Στο κοντινό παγκάκι ένας πατέρας κάπνιζε και με το ένα χέρι προσπαθούσε να ισορροπήσει τον μικρό του γιο που δοκίμαζε τα πρώτα βήματά του. Δυο συνταξιούχοι Έλληνες χάιδευαν τα κομπολόγια τους «απλωμένοι» στο απέναντι παγκάκι, έτσι που να μη χωράει τρίτος στην παρέα τους. Και στα «ορεινά», οι παρέες των νεαρών Αφγανών, τρειςτρεις, πέντε- πέντε, γελούσαν, συζητούσαν, φώναζαν, αντάλλασσαν χαρτιά και πληροφορίες.


Oι πλαστικές καρέκλες στα πλαϊνά της πλατείας ήταν άδειες και μόνο σε ένα καφενείο κάποιοι γέροι, απομακρυσμένοι από την τζαμαρία, έπαιζαν μάλλον πρέφα. Δεν θα έπαιρνα και όρκο, γιατί η προσοχή μου εκείνο το βράδυ ήταν αλλού. Οι μόνοι ευτυχισμένοι μαγαζάτορες ήταν οι περιπτεράδες που τροφοδοτούσαν με τσιγάρα τις παρέες των νεαρών. Κάπνιζαν όπως καπνίζαμε εμείς στο φανταριλίκι. Λουσμένοι με αρώματα φθάναμε στην πλατεία, παίρναμε ένα καινούργιο πακέτο από τον περιπτερά, ο οποίος βεβαίως θυμόταν τη μάρκα που καπνίζαμε αλλά και τα ρέστα που θα μας έδινε από το χαρτονόμισμα που συνήθως κουβαλούσαμε. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες μας έκαναν «άρχοντες» στην πλατεία και όχι τίποτα «τυχαίους περαστικούς». Η ζελατίνα έφευγε στο πρώτο βήμα και προτού παραγγείλουμε τον καφέ μας είχαμε ανάψει το πρώτο. Άλλωστε και ο καφετζής μάς ήξερε και μας τιμούσε με γρήγορο σερβίρισμα. Μόνο που στις δικές μας πλατείες όλο και υπήρχε κάποια γυναίκα στον ορίζοντα να την κοιτάμε πλαγίως- και εμείς γι΄ αυτήν τα κάναμε… Όμως σε αυτή την «έξοδο», βράδυ Παρασκευής, στην Πλατεία Αττικής, δεν υπήρχε γυναίκα ούτε για δείγμα. Στο σπίτι θα μαγείρευαν και θα έβλεπαν ερωτικά δράματα στη γλώσσα τους από τα δορυφορικά. Και εγώ στεκόμουν όρθιος δίπλα από το ξεθυμασμένο σιντριβάνι, να προσπαθώ να μαντέψω τι ζωή έχουν οι «ξένοι» γύρω μου. Γιατί έφυγαν από τον τόπο τους, ποιος τους περιμένει πίσω, σε ποιους στέλνουν λεφτά, πώς είναι το γιορτινό τραπέζι στην «πατρίδα» τους, τι συμβουλές τούς έδωσαν οι πατεράδες τους; Το σούσουρο όμως με έκανε να στρέψω την προσοχή μου στο πιο σκοτεινό παγκάκι. Η παρέα εκεί στην άκρη όλο και μεγάλωνε. Οι περισσότεροι είχαν πια την πλάτη τους στην πλατεία και την προσοχή τους στο παγκάκι. Παράξενα πράγματα. Με το θάρρος που μου έδινε η παρουσία τού Νασίμ, ενός φίλου μου Αφγανού που αυτό το βράδυ με ξεναγούσε στα «στέκια» του, πλησίασα και εγώ προς το παγκάκι. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα. Σχολίαζαν και κοιτούσαν. Απέναντί τους με χαμένο βλέμμα, ένας άντρας, μια γυναίκα, δυο παιδιά και δυο σακίδια αφημένα στα πόδια τους. Μια καφέ φθαρμένη τσάντα παρέμενε μόνο, σφιγμένη στην αγκαλιά της γυναίκας. «Τώρα ήρθαν από το Αφγανιστάν», «ρωτάνε αν υπάρχει κάτι να φάνε», «θέλουν να κοιμηθούν στην πλατεία». Δυσκολευόμουν να καταλάβω. Τι είναι το Αφγανιστάν; Η προηγούμενη στάση του τρόλεϊ, για να μπορείς να λες «τώρα ήρθαν»;

«Σήμερα ήρθαν από τη Μυτιλήνη», άρχισαν να μου εξηγούν. Τον προηγούμενο μήνα ήταν στην Τουρκία και πριν από τρεις μήνες στο Ιράν. Την άνοιξη είχαν φύγει από το Αφγανιστάν. Οι χρόνοι δεν έχουν και μεγάλη σημασία. Δεν θα σου πουν άλλωστε όλη την αλήθεια. Φοβούνται. Λες «δημοσιογράφος» και ακούν κάτι σαν «Αρχές».

Η γυναίκα- αυτή φαινόταν το «αφεντικό»- βγάζει από την τσάντα της τα χαρτιά τους και μου τα δίνει. Μίνα Μοχάμεντ, ο άντρας της είναι ο Ανουάρ Μοχάμεντ, ο μικρός είναι ο Ρεζά, 2 ετών, και αυτός που με κοιτάει στα μάτια, ο μόνος που με κοιτάει στα μάτια, είναι ο Μιλάτ, ετών 10. Υπάρχουν στιγμές- το είπα και στην τηλεόραση- που δεν μπορείς να συνεχίσεις να είσαι μόνο δημοσιογράφος. Μη σας φαίνεται εύκολο σαν πρόβλημα. Είσαι σε μια διαδήλωση, την «καλύπτεις» δημοσιογραφικά και ένα χέρι σηκώνεται για να «χτυπήσει». Ξέρεις ότι μπορείς να το αποτρέψεις, να μπεις μπροστά, να φωνάξεις ή να σπρώξεις. Τι κάνεις; Παρεμβαίνεις ή όχι; Και πότε παρεμβαίνεις; Όταν το χέρι είναι ενός «μπάτσου»; Κι αν είναι «αναρχικού»; Τέλος πάντων. Εκείνο το βράδυ εγώ αποφάσισα να τα μπερδέψω λίγο. Με «βοήθησε» και ένας Έλληνας που άρχισε να φωνάζει: «Να φύγει η λάσπη». Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να βλέπουν το βλέμμα του Μιλάτ, να ακούν το κλάμα του Ρεζά και να φωνάζουν «να φύγει η λάσπη από την πλατεία!». «Να φύγουμε», λοιπόν, από την πλατεία «τους». Οι κουβέρτες, που είχαν αρχίσει να μαζεύουν οι συμπατριώτες τους για να τους στρώσουν κάτω από τα δέντρα, μπήκαν ξανά στις σακούλες.

Στον δρόμο προς το αυτοκίνητο, φορτωθήκαμε σοκολάτες από το περίπτερο, για να γλυκάνουμε τον διωγμό μας και τελικά ύστερα από μια σύντομη περιπλάνηση (γιατί ποιος έδινε δωμάτιο σε μια τετραμελή οικογένεια Αφγανών;) βρήκαμε ένα ξενοδοχείο. Εκεί μένει όλες αυτές τις μέρες η οικογένεια Μοχάμεντ. Την πρώτη μέρα δεν βγήκαν καθόλου από το δωμάτιο. Μόνο το φαγητό τους έφαγαν βιαστικά και έτρεξαν ξανά στα κρεβάτια τους. Την επομένη, που είχε και ήλιο, βγήκαν λίγο στο πεζοδρόμιο, αλλά τίποτα δεν τους φαινόταν ασφαλές. Έπρεπε να δουν την περιπέτειά τους στην τηλεόραση για να καταλάβουν ότι άλλο «δημοσιογράφος» και άλλο «Αρχές». Μερικές φορές τουλάχιστον. Την επόμενη μέρα η οικογένεια «έτρεχε» μήπως και τους δοθεί άσυλο. Τα παιδιά έπρεπε να πάνε στο «Παίδων». Άρχισαν και τα ξενύχτια στο Αλλοδαπών για τα χαρτιά. Εκεί στην Πέτρου Ράλλη, οι ουρές αρχίζουν από το βράδυ μήπως και μπορέσεις το πρωί να δεις τον «αστυνόμο». Οι φίλοι, ανάμεσά τους, δυο καλοί δημοσιογράφοι, ένας σπουδαίος κωμικός, ένας επιχειρηματίας και ένας πολιτικός που ποτέ δεν συμπάθησα ιδιαίτερα, μόλις είδαν το θέμα στην ΤV, ζήτησαν να κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν αυτή την οικογένεια. Στο Κιλκίς, στο Ηράκλειο και στη Δράμα τούς πρόσφεραν και σπίτι, αν ήθελαν να ταξιδέψουν. Ήταν η μέρα που οι εφημερίδες έγραφαν για τις απελάσεις-εξπρές των Ρουμάνων Ρομά από την Ιταλία. «140.000 μετανάστες περιμένουν την ευκαιρία να περάσουν στη χώρα μας», έλεγαν τα ραδιόφωνα.

Η τηλεόραση είχε τα Ζωνιανά και δεν είχε χρόνο. «Και πού θα χωρέσουν άλλες 150.000;», αναρωτιόταν ο ραδιοφωνατζής. «Αλλά αυτά είναι για τους πολιτικούς», σκέφθηκα, αρνούμενος να μπερδευτώ ακόμη περισσότερο.

«Του έδιναν υπνωτικό για να μην κάνει φασαρία»


Το χαμόγελο του Μιλάτ είναι το πρώτο που βλέπω όταν τους συναντώ. Αυτή τη φορά ο Μιλάτ κρατούσε δύο φύλλα χαρτί. Είχαμε αγοράσει προχθές ένα τετράδιο από το ψιλικατζήδικο της γειτονιάς. Μαζί με ένα μπλε στυλό. Άλλωστε, γιατρός θέλει να γίνει ο Μιλάτ. Δεν θέλει να γίνει ζωγράφος, να αρχίζει να χρωματίζει ακουαρέλες. Στο ένα φύλλο είχε κάνει δυο χιονισμένες κορφές αλλά και έναν ήλιο χαμογελαστό, ενώ αυτός ξεκουραζόταν σε μια κούνια που είχε δέσει στους κορμούς δυο δέντρων- μηλιές μάλλον. Στο άλλο φύλλο είχε σχεδιάσει μια βάρκα με το όνομα «Μίνα»- όπως η μάνα του. Αλλά και τα ονόματα όλης της οικογένειας είχαν βρει μια θέση στο σκαρί. Ο Μιλάτ έκανε κουπί και η μάνα του χαμογελαστή κοιτούσε τη θάλασσα. «Και ο μπαμπάς με τον αδελφό σου πού είναι;», τον ρώτησα. «Ο Ρεζά κοιμάται και ο μπαμπάς τον προσέχει», μου απάντησε, χωρίς σχεδόν να το σκεφθεί. «Και τα λουλούδια. Τι δουλειά έχουν τα λουλούδια στη βάρκα;», τον ρώτησα. «Τα πήρα εγώ μαζί μου, για να τα δώσω στους ανθρώπους που θα συναντήσω». Ο Ρεζά δίπλα του είναι συνεχώς ανήσυχος. Τις πρώτες ημέρες η μητέρα του δεν μου έλεγε τον λόγο. Έπρεπε να με εμπιστευθεί για να μου ομολογήσει ότι τους τελευταίους μήνες της περιπλάνησης στο Ιράν και την Τουρκία, ο μικρός έχει πάρει αρκετές φορές υπνωτικό. «Του το έδιναν οι έμποροι υποχρεωτικά, για να περνάμε τους ελέγχους. Φοβόντουσαν να μη φωνάξει και μας πιάσουν όλους». Τι φάρμακο, σε τι δόση, δεν ήξερε να μου πει. «Κάτι σταγόνες ήταν, που είχε μαζί του ο έμπορος και έδινε σε όλα τα μωρά, αλλιώς δεν σε άφηνε να τον ακολουθήσεις». Στην τσάντα της εκτός από χαρτιά και φωτογραφίες ξεχωρίζουν και μερικά στραπατσαρισμένα κουτιά με φάρμακα. Η ίδια είναι διαβητική. Και ο άνδρας της έχει στα πόδια του λάμες. Ένα αμάξι έπεσε πάνω του στο Ιράν και χρειάστηκε να μείνει πολλούς μήνες στο νοσοκομείο. Το ατύχημα αυτό ήταν η αρχή της «κατρακύλας». Τα βουνά τα πέρασε κουτσαίνοντας, δηλαδή…

Η οδύσσεια δύο ερωτευμένων!


Όλοι οι μετανάστες και όλοι οι πρόσφυγες έχουν μια ιστορία να σου πουν. Κι αν τους ακούς πρώτη φορά, μένεις με το στόμα ανοιχτό. Οι Βόρειοι σου λένε ότι αντιστάθηκαν στον κομμουνισμό. Αυτοί που έρχονται από το Ιράκ δηλώνουν θύματα του Σαντάμ και οι Αφγανοί λένε ότι τους κυνηγούν οι Ταλιμπάν. Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια από όλα αυτά. Έτσι ήμουν ετοιμασμένος για όλα. Όμως οι «δικοί μου» πρόσφυγες έχουν τα γεγονότα με το μέρος τους. Είναι μουσουλμάνοι, αλλά σιίτες σε μια χώρα που οι περισσότεροι είναι σουνίτες. Και δεν είναι Παστούν, είναι Χαζάρα, μια μειονότητα που δεν αποτελεί ούτε το 10% του Αφγανιστάν. «Μογγόλους και Κινέζους μας φωνάζουν», λέει πονεμένα ο Ανουάρ. «Πάντα μας κυνηγούσαν». «Και μετά άρχισε να μας κυνηγά και η οικογένεια της Μίνας». Η «αποκάλυψη» συνοδεύθηκε από ένα ένοχο χαμόγελο. Δίπλα του η Μίνα φαίνεται να του διαμαρτύρεται στη γλώσσα τους. Δεν συμφωνεί ίσως με τις πολλές αποκαλύψεις. Με τα πολλά όμως, την πείθει. Δεν τον πιέζω εγώ, θέλει ο ίδιος να τα πει. Σαν να μου λέει «δεν είναι όλα πολιτική». Ο Ανουάρ λοιπόν και η Μίνα γνωρίστηκαν στην Καμπούλ. Ο Ανουάρ ήταν φτωχός και η οικογένεια της Μίνας πλούσια. Οι δικοί της ούτε που ήθελαν να ακούσουν για γάμους. Αναγκάστηκαν λοιπόν να φύγουν κλεφτά για το Ιράν. Εκεί έζησαν αρκετά χρόνια. Γύρισαν όταν οι Ιρανοί άρχισαν να διώχνουν τους Αφγανούς πρόσφυγες. Αλλά η οικογένεια της Μίνας δεν είχε αλλάξει. Μόνο η μάνα της ήθελε να δει την κόρη της. Ο πατέρας της και τα αδέλφια της ήθελαν να τη σκοτώσουν. Κάπως έτσι πήραν την απόφαση να φύγουν για τη Δύση. Πήγαν εύκολα στην Τεχεράνη και εκεί με «εμπόρους» κανόνισαν το ταξίδι προς την Τουρκία. Τεχεράνη- Ιστανμπούλ έδωσαν τρία εκατομμύρια σε ιρανικό νομίσματα. Με κάτι πρόχειρους υπολογισμούς μου «βγήκε» τρεις χιλιάδες ευρώ. Στην Τουρκία όμως υπήρχε φτώχεια και στα στέκια των «ξένων» η αγαπημένη λέξη ήταν η Ευρώπη. «Γιατί Ελλάδα;» ρώτησα προσπαθώντας να δώσω μια εξήγηση. «Εμείς στην Ευρώπη θέλαμε να έρθουμε» ήταν η εύκολη απάντησή τους. «Και γιατί όχι Ιταλία», επέμεινα, «θα συνεχίσετε;». Τα κεφάλια τους κουνήθηκαν αρνητικά πριν προλάβουν να πουν όχι. «Είμαστε πια κουρασμένοι» είπαν και οι δύο. Και ο Μιλάτ δίπλα τους χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως δεν ήθελε να ταξιδέψει άλλο.