Τα τελευταία 40 χρόνια, το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής Αριστεράς είναι η βαθιά διαίρεσή της. Η διάσπαση, το 1968, της «ζωτικής ενδοχώρας» του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος λειτούργησε σαν πράξη «επανίδρυσης» της Αριστεράς, υπό την έννοια ότι έκτοτε τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Ένα δεύτερο κρίσιμο χαρακτηριστικό είναι η σταθερή κυριαρχία του παραδοσιακού πόλου, του ΚΚΕ, απέναντι στον ανανεωτικό πόλο, τον ΣΥΝ (παλαιότερα: το ΚΚΕ εσωτερικού). Και το 1974 και το 1991 (όταν αποχώρησε το 40% των τότε στελεχών του ΚΚΕ και συγκροτήθηκε ο ΣΥΝ με τη σημερινή μορφή του) το ορθόδοξο τμήμα, αν και βαριά τραυματισμένο, έδειξε εκπληκτική ανθεκτικότητα και μια αξιοσημείωτη ικανότητα αντεπίθεσης. Η ιστορία της διάσπασης της Αριστεράς είναι η ιστορία της αποτυχίας των «ανανεωτικών» να κατακτήσουν την ηγεμονία. Ήταν τόσες και επαναλαμβανόμενες οι αποτυχίες αυτές που δικαιολογούν το ερώτημα των Ν. Μαραντζίδη και Σ. Καλύβα μήπως τελικά οι επιλογές τής, για πολλούς, «δογματικής» ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν τελικά εκλογικά ορθολογικές.

Στις σημερινές προεκλογικές συνθήκες, και τα δύο κόμματα της Αριστεράς ενισχύουν τη δυναμική τους, αν και τελευταία περισσότερο ο ΣΥΝ, ο οποίος φαίνεται να αποφεύγει τη ρώσικη ρουλέτα του 3%. Η ενδυνάμωση του ΣΥΝ έχει οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κομμάτων και- εμμέσως- θέτει εκ νέου το ζήτημα της ηγεμονίας στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς. Το νέο στοιχείο σε αυτή τη σαραντάχρονη διαμάχη βρίσκεται στο ότι ο ανανεωτικός πόλος συγκρούεται- για πρώτη φοράμε τον παραδοσιακό από θέσεις «αριστερές»: επιχειρεί να διεμβολίσει το εκλογικό σώμα του ΚΚΕ όχι στο ιστορικό πεδίο της «ανανέωσης» αλλά στο πεδίο της ριζοσπαστικότητας, στο φυσικό δηλαδή γήπεδο του ΚΚΕ.

Πράγματι, η νέα ηγεσία του ΣΥΝ έκανε μια σαφή αριστερή στροφή, η οποία, ύστερα από μια πρώτη φάση έντονων κλυδωνισμών, αποδίδει καρπούς. Η παρουσία του κόμματος στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι πιο στιβαρή, η επαφή με κινήσεις και κινητοποιήσεις «από τα κάτω» καλύτερη (δημοτικές εκλογές, εκπαιδευτική κινητοποίηση, Πάρνηθα), ο δε λόγος του αρχηγού είναι πιο λαϊκός, πιο κεντραρισμένος και πιο αιχμηρός από εκείνον των προκατόχων του. Σε ορισμένα δε θέματα της λεγόμενης

ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ

προεκλογικές συνθήκες, και τα δύο κόμματα της Αριστεράς ενισχύουν τη δυναμική τους, αν και τελευταία περισσότερο ο ΣΥΝ, ο οποίος φαίνεται να αποφεύγει τη ρώσικη ρουλέτα του 3%

«κοινωνικής ατζέντας» (όπως το εκπαιδευτικό και το περιβάλλον) ο ΣΥΝ έχει αφαιρέσει την πρωτοβουλία από το ΚΚΕ.

Ωστόσο, τα όποια κέρδη του ΣΥΝ δεν προέρχονται από το εκλογικό σώμα του ΚΚΕ, γεγονός που καθιστά την τάση ενίσχυσης του ΣΥΝ εύθραυστη και, ενδεχομένως, συγκυριακή. Το ΚΚΕ εξακολουθεί να εμφανίζει την παλαιά δοκιμασμένη ανθεκτικότητα και η εδραίωσή του, εκλογική και οργανωτική, προς το παρόν δεν απειλείται από την ανάκαμψη (που μένει να επιβεβαιωθεί στις κάλπες) του ΣΥΝ. Η ιστορική ευκαιρία του 1991 (όταν το ΚΚΕ είχε πληγεί οργανωτικά και αποψιλωθεί στο εσωτερικό της νεολαίας και των μορφωμένων στρωμάτων) σπαταλήθηκε από μια ηγεσία χωρίς ταλέντο, κεντρικές στοχεύσεις και καθαρή γραμμή πλεύσης. Έκτοτε, το ΚΚΕ θωράκισε εκ νέου την οργάνωσή του και δυνάμωσε τη διείσδυσή του στις νέες ηλικίες και στις πιο μορφωμένες κατηγορίες του πληθυσμού. Απώλεσε όμως τη μεγάλη αυτοδιοικητική του επιρροή και έχασε τμήμα των στηριγμάτων του στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο σημερινός ΣΥΝ, με μεγαλύτερη ικανότητα ηγετικής πρωτοβουλίας και διαχείρισης της πολιτικής ατζέντας, έχει αποκτήσει το τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στη βαριά μηχανή του ΚΚΕ. Αυτό το τακτικό πλεονέκτημα, όμως, δεν θα προσδιορίσει την τελική έκβαση. Το μεγάλο πρόβλημα και των δύο κομμάτων, πρόβλημα που καθιστά και την έκβαση της διαμάχης τους μη προβλέψιμη, βρίσκεται στην ετερογένεια του εκλογικού τους σώματος. Ο λαός της Αριστεράς δεν είναι ομοιογενής, ούτε κοινωνιολογικά ούτε ιδεολογικά. Στην ουσία, όπως εύστοχα έγραψε ο Χρ. Βερναρδάκης, δεν υπάρχει μια σαφής «εσωτερική κυρίαρχη ιδεολογία»- έστω και αν υπάρχουν πλειοψηφικές ιδεολογικές και αξιακές προτιμήσεις- στο εκλογικό σώμα της Αριστεράς (παράδειγμα: περίπου 30% του εκλογικού σώματος και των δύο κομμάτων είναι «ανοικτό» σε πολλές από τις ιδέες του νεο-φιλελευθερισμού). Αυτή η απουσία ισχυρών ιδεολογικών δεικτών στο εσωτερικό του αριστερού εκλογικού σώματος οφείλεται στην κατάρρευση της ιστορικής ιδεολογικής ταυτότητας της Αριστεράς. Η ριζοσπαστική Αριστερά- σε όλες τις εκδοχές της- είναι η ηττημένη παράταξη του 20ού αιώνα (κάτι που συχνά ξεχνούν τα στελέχη της, συμπεριφερόμενα ως εάν να βρίσκονται στην χρυσή εποχή του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, λίγο πριν από το ξέσπασμα της γερμανικής επανάστασης).

Η μάχη χαρακωμάτων στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Και δεν θα κριθεί από το ένα ή το άλλο τακτικό πλεονέκτημα. Θα κερδηθεί από εκείνη τη δύναμη που τελικά θα αποδειχθεί πιο ικανή να προσαρμόσει το ιστορικό ριζοσπαστικό σχέδιο στη νέα εποχή, μια εποχή που δυσχεραίνει σε βαθμό πρωτόγνωρο, συγκρινόμενη με την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του έθνους-κράτους, τις πολιτικές «ισχυρού μεταρρυθμισμού». Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.