Ανάμεσα σε δυο καταιγίδες, το μουσκεμένο πάρκο τινάζεται. Στρώνονται κάτω μοβ καμπανούλες, λουλούδια ενός άγνωστου δέντρου.

Απίστευτα όμορφο, με ψηλά κλαριά που στολίζονται τέτοια εποχή με αυτά τα λουλούδια, αφωτογράφητο, ατραγούδητο και χωρίς όνομα. Από πού έχουν ταξιδέψει τα δέντρα αυτά και βρήκαν εδώ ακακίες και πικροδάφνες να κάνουν χωριό; Επίσης ξενόφερτες, βέβαια, μεξικάνικης ή αιγυπτιακής προέλευσης; Οι εισαγωγές φυτών δεν γνώρισαν προκαταλήψεις, αν εξαιρέσεις εκείνη την ιστορία με τις πατάτες στον Καποδίστρια. Από όλον τον κόσμο έχουν μαζευτεί στο Πεδίον του Άρεως κι έσμιξαν τα χρώματά τους αυτή τη φθινοπωρινή άνοιξη.

Ευδοκιμούν και φρούτα, στις μουριές. Παλιά και περιπετειώδης εισαγωγή αυτές, από τότε που ήταν πολύτιμες για να τρέφουν μεταξοσκώληκες, έχουν πολλαπλασιαστεί ελεύθερα. Κάθε χρόνο τις κλαδεύουν σύρριζα, μένει μόνο ένα ροζιασμένος κορμός, που λες, τι σκέλεθρο είναι τούτο; Και μέσα σε λίγες μέρες έχουν πετάξει κλωνιά τεράστια και φύλλα άφθονα, μεγάλα, έχουν αναλάβει τη σκίαση σε όλα τα μικρά δρομάκια. Αν έτρεφαν ακόμα μεταξοσκώληκες, θα έφταναν για να έχουμε μεταξωτές τέντες σε όλες τις πολυκατοικίες, αλλά ευτυχώς το μετάξι έρχεται φτηνό από την αρχαία χώρα προέλευσής του, επέστρεψε εκεί έπειτα από τόσα πάθη και προσπάθειες να κλαπεί το μυστικό του. Μας έμειναν οι μουριές, και κάνουμε σοφή χρήση, ήλιος τον χειμώνα στο πάρκο, σκιά το καλοκαίρι, και μούρα που λεκιάζουν και γλυκαίνουν μερικούς γέρους που τα θυμούνται και μερικά παιδιά που τα ανακαλύπτουν. Σκαρφαλωμένα στα κλαριά, μεθάνε για λίγο, τα μεταξωτά μας πολύχρωμα παιδάκια, παιδιά των μεταναστών, στη μόνη γειτονιά που δεν έχει υπογεννητικότητα, στη μόνη γειτονιά που κυκλοφορούν παιδιά σε δημόσιους χώρους. Πεδίον του Άρεως, πεδίο ποικιλίας και συγκέντρωσης, συνύπαρξης διαφορετικών φυτών και ανθρώπων- δεν έχει όνομα θεού, μάλλον είναι του παράξενου πλανήτη…