Κακά τα ψέματα.

Λέμε συχνά με ελαφρά τη καρδία πως δεν υπάρχει ανδρική και γυναικεία ποίηση, λογοτεχνία, γενικά τέχνη
Οφείλουμε σημαντικές μορφές της γυναικείας Πινακοθήκης σε άνδρες δημιουργούς. Η Κλυταιμνήστρα του Αισχύλου, η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, η Μήδεια του Ευριπίδη, η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, η Δυσδεμόνα, η Λαίδη Μάκβεθ, η Κλεοπάτρα, η Ολίβια, η Ιμογένη, η Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, η Λοκαντιέρα Μιραντολίνα του Γκολντόνι, η Μαρία Στιούαρτ και η Ελισάβετ του Σίλερ, η Μαρία στον «Βόιτσεκ» του Μπίχνερ, η Έντα Γκάμπλερ και η Νόρα του Ίψεν, η Ερσίλια Ντρέι του Πιραντέλο, η Μάνα Κουράγιο και η ΚυραΚαράρ του Μπρεχτ, η Αγία Ιωάννα του Σο και του Ανούιγ, η Πόρνη που σέβεται του Σαρτρ, η Νίνα, η Μάσα, η Ειρήνα του Τσέχοφ. Δεν εξαντλώ τον κατάλογο, αλλά υποπίπτω στον πειρασμό να δηλώσω πως κάθε φορά που τα λογαριάζω μένω έκπληκτος με την οξυδέρκεια, την αναλυτική ικανότητα συγγραφέων είκοσι αιώνων να διεισδύουν στον γυναικείο ψυχισμό. Αλλά πολλές φορές έχω αναρωτηθεί μήπως έχουμε όλοι παραπλανηθεί και θεωρούμε αυτονόητο το γεγονός πως ένας άντρας μπορεί να φτάσει έως τον πυρήνα της γυναικείας ιδιοσυστασίας, μήπως, εντέλει, η αντίληψη που έχουμε σχηματίσει για τον κόσμο των γυναικών, η ποικιλία των ψυχογραφημάτων που μας παρέδωσε η ανδρική γραφίδα των αιώνων δεν είναι η γυναικεία ψυχή καθαυτή, αλλά η εικόνα, η αντίληψη, η γνώμη που έχει σχηματίσει ο άντρας για το έτερον ήμισυ της δημιουργίας. Πάντα στεκόμουν διαπορών όταν στοχαζόμουν την απάντηση που έδωσε κάποτε ο Φλομπέρ όταν οι συντηρητικοί καθολικοί καθηκοντολάγνοι του καιρού του τον κατηγορούσαν πού βρήκε το πρότυπο στη γαλλική κοινωνία της εποχής του για να πλάσει την Έμα Μποβαρί. «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι

ΙΝFΟ

«Σκοτώνουμε τη μαμά;». Στο θέατρο «Αργώ» (Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο. Τηλ. 2105201.684-5)

εγώ» είχε πει!! Αν είναι έτσι, τότε η ηρωίδα του μεγάλου μυθιστοριογράφου είναι μια «τραβεστί», ένας παρενδυσίας άντρας και δεν θέλω αυτό να εκληφθεί ως κανένας υπαινιγμός για την ορμονική συγκρότηση του Φλομπέρ. Εννοώ πως πρέπει συχνά να υποθέτουμε ότι ο τρόπος που βλέπει μια γυναικεία συμπεριφορά, μια αντίδραση, ένα πάθος, μια μετάνοια ένας άντρας δημιουργός μήπως είναι μια μεταφορά, μια ψευδής αναλογία που χρησιμοποιεί ως μοντέλο και πρότυπο την αρχή: «τι θα έκανα εγώ, ένας άντρας, αν ήμουν γυναίκα και βρισκόμουν στην ανάγκη να πάρω αποφάσεις σ΄ αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη».

Είναι πολύ λίγες οι γυναίκες θεατρικοί συγγραφείς ώστε να έχουμε ασφαλείς υποθέσεις ή υποψίες μήπως το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που εκείνες περιγράφουν αντρικές συμπεριφορές.

Αν π.χ. ο Ξενόπουλος είναι η Στέλλα Βιολάντη, η Φωτεινή Σάντρη και ο «Πειρασμός», γιατί δεν θα υποθέσουμε πως οι αντρικοί χαρακτήρες της Λούλας Αναγνωστάκη φαίνονται μέσα από τον ψυχισμό της και την αντίληψη που έχει σχηματίσει για την αντρική ψυχοδομή;

Οι σκέψεις αυτές επανήλθαν στο προσκήνιο βλέποντας το έργο της Σάρλοτ Κίτλεϊ «Σκοτώνουμε τη μαμά», που παίζεται στο θέατρο «Αργώ». Εδώ μια γυναίκα γράφει για τη Γυναίκα αλλά όχι την ερωμένη, τη σύζυγο, την επιστήμονα, την καταπιεσμένη από την ανδρική κυριαρχία θηλυκή ύπαρξη. Αλλά μόνο και αποκλειστικά για τη γιαγιά, τη μητέρα, την κόρη, την εγγονή ως τέτοιες και τις μεταξύ τους σχέσεις έλξης- άπωσης. Απ΄ αυτή την άποψη το έργο είναι πράγματι πρωτότυπο, θα έλεγα αποκαλυπτικά ερεθιστικό, γιατί εστιάζεται στην ανταγωνιστική σχέση Μητέρας- Κόρης (αλίμονο αν πάρει χαμπάρι το θέμα του έργου η Επιτροπή του υπουργείου Παιδείας, θα το απαγορεύσει κι αυτό, αν επιθυμούν κάποιοι φωτισμένοι δάσκαλοι να οδηγήσουν στην παράσταση τους μαθητές και ιδιαίτερα τις μαθήτριες γυμνασίου. Να σκοτώσουμε τη μαμά; Στην κρεμάλα!). Η Κίτλεϊ έχει μια πράγματι διεισδυτική ματιά στη σχέση Μάνας- Κόρης και πρέπει να ομολογήσω πως οι διαπιστώσεις της και ό,τι ανασύρει απ΄ τον βυθό αυτής της σχέσης είναι ασυζητητί γυναικείο, έξω από κάθε υπόνοια αντρικής διαμεσολάβησης. Τα τέσσερα πρόσωπα του έργου: η Γιαγιά, η Μητέρα, η Κόρη, η Εγγονή αποτελούν ένα μικρό σύμπαν αντιπροσωπευτικό της αιώνιας ανακύκλησης αφού η Γιαγιά είναι κόρη κάποιας μαμάς και η εγγονή θα γίνει μητέρα και γιαγιά κάποτε. Αυτός ο δεσμός, ο μοναδικός σημαντικός δεσμός εξάλλου έρχεται να ανατρέψει το δογματικό ανδροκρατικό επιχείρημα του Αισχύλου στην «Ορέστεια» κατά το οποίο: ο άντρας γεννά, η γυναίκα τίκτει!! Από την άλλη πάλι αμφισβητεί και τη μαρξίζουσα θέση του Μπρεχτ στον «Κύκλο με την Κιμωλία» κατά την οποία: «το παιδί ανήκει όχι σε κείνη που το γεννά, αλλά σε κείνη που το ανατρέφει και το φροντίζει».

Η Κίτλεϊ θυμίζει κάτι που ξεχνάμε, ιδιαίτερα οι άντρες, πως μητέρα και κόρη δεν συνδέονται όπως και με το αγόρι, μόνο με τον ομφάλιο λώρο, αλλά και με τη δυνατότητα της μητρότητας. Η Κίτλεϊ μάλιστα εμμέσως επαναφέρει και την υπόθεση- δόγμα του Μπρεχτ, αφού στο έργο της η εγγονή μεγαλώνει ως αδελφή της μητέρας της και κόρη της γιαγιάς της.

Πέρα από την καθαρά λοιπόν γυναικεία ψυχοσύνθεση που αναλύεται με τρόπο αποκαλυπτικό μέσα από την «πάλη των θηλέων συγγενών εξ αίματος» η συγγραφέας παίζοντας με τον Χρόνο, την ηλικία και τη συνάδουσα μ΄ αυτά γυναικεία γονιμότητα, μπαίνοντας και βγαίνοντας στην παιδική ηλικία και στη γόνιμη περίοδο της γυναικείας φύσης, αναπτύσσει τις αιχμές των σχέσεων, την αντιπαλότητα, τη συμπάθεια και την αποστασιοποίηση, την προσπάθεια απεξάρτησης από τον νοητό λώρο και το δικαίωμα της αυτόνομης προσωπικής οδοιπορίας.

Το έργο της Κίτλεϊ μετέφρασε και σκηνοθέτησε η Μαριάννα Κάλμπαρη και έστησε μια παράσταση που δεν δυσκόλεψε καθόλου τον μέσο θεατή να διακρίνει ιδιαίτερα τα αλληλοπεριχωρούμενα πεδία του χρόνου. Οι ηρωίδες περνούν από τη μία στιγμή στην άλλη από την αφέλεια και την αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας στη γόνιμη γυναικεία εποχή και από εκεί πάλι στην κλιμακτήρια. Την ώρα που η μητέρα συνομιλεί με την κόρη, η κόρη περνάει στη μητρική περίοδο της ζωής της και η μητέρα στην τρυφερή ηλικία με τις κούκλες της. Έμμονη ιδέα της συγγραφέως σ΄ όλο το έργο να μας πείσει πως μέσα σε κάθε γυναίκα υπάρχει η κόρη και σε κάθε κόρη η προσεχής μητέρα και γιαγιά.

Γυναίκες είναι και οι δύο άλλοι συντελεστές της παράστασης, η Μαρία Βασιλάκη που δημιούργησε έναν χαώδη σκηνικό χώρο με πολλά επίπεδα και η Ιωάννα Τσάμη που σχεδίασε και έραψε τα κοστούμια.

ΥΓ: Μια παρατήρηση εκτός παράστασης. Πολλοστή εντύπωση. Το θαυμάσιο θέατρο «Αργώ» ως χώρος έχει κατά τη γνώμη μου ένα ελάττωμα. Η πολύ υψηλή στέγη δημιουργεί προβλήματα ακουστικής, συχνά έντονα, ιδιαίτερα όταν οι ηθοποιοί αποσύρονται στο βάθος της σκηνής. Χρειάζεται μελέτη.

Ηθοποιοί τριών γενεών


Η Κάλμπαρη είχε στη διάθεσή της τέσσερις ταλαντούχες ηθοποιούς και οργάνωσε την παράσταση χωρίς κενά και χωρίς προβλήματα υποκριτικού ύφους. Διότι έχοντας πράγματι να καθοδηγήσει ηθοποιούς τριών γενεών θα περίμενε κανένας ότι θα αντιμετώπιζε υφολογικές ιδιαιτερότητες. Βρήκε το χρυσό μέτρο και όπου πράγματι υπήρχε διαφορά στυλ το μετέτρεψε σε υφολογικό προσόν της παράστασης. Η κυρία Τζένη Ρουσσέα έπαιξε τη Γιαγιά με μια έξοχη άνεση, χιούμορ, κατανόηση για τα ανθρώπινα και συγκατάβαση για τα λάθη και τις εγγενείς αστοχίες. Λιτή, άμεση ηθοποιός, γλυκιά και προσηνής, αλλά και με μια αδιόρατη τραγική χαρακιά στα χείλη και στο μέτωπο απέδειξε πόσος μόχθος χρειάζεται για να διαπλεύσει κανείς τον θηλυκό ποταμό. Η Αιμιλία Υψηλάντη στην κόρη της Μητέρας είχε θαυμάσιες στιγμές παιδικότητας, ωριμότητας και πανικόβλητης αναχώρησης. Η Γωγώ Μπρέμπου, κόρη της στον πλέον συγκροτημένο έως τώρα ρόλο της, είχε μια ιδιάζουσα γνοιασμένη μάσκα τυραγνισμένης, εργαζόμενης, μοναχικής γυναίκας του καιρού μας και ενοχικής μητέρας.

Η Ιφιγένεια Αστεριάδη έλαμψε στην εγγονή, γιατί είχε να σχεδιάσει ένα παιδί, πράγμα δύσκολο αν δεν θες να μπεμπεκίζεις. Τα κατάφερε μια χαρά και μάλιστα είχε αυθεντικές στιγμές παιδικού αυθορμητισμού, αφέλειας αλλά και εκδικητικότητας και κτητικότητας.

Το έργο της Κίτλεϊ δεν είναι βέβαια κανένα αριστούργημα, αλλά το πρόβλημα που συζητά και ο τρόπος που το συζητά συναρτήσει και της καλής παράστασης δεν σε αφήνει αδιάφορο.