Εκ του αποτελέσματος η μέθοδος αποδεικνύεται επιτυχημένη: κάθε φορά που η κυβέρνηση στριμώχνεται, εκτρέπει τον δημόσιο διάλογο σε άσχετα, γενικά και εν πολλοίς επίπλαστα ζητήματα. Η αντιπολίτευση αιφνιδιάζεται και το κοινωνικό σώμα παραπλανάται: ξεχνάει ή υποβιβάζει τα σημαντικά, δηλαδή τον τρόπο που κυβερνάται η χώρα, και μηρυκάζει τα δευτερεύοντα. Στη γλώσσα των επικοινωνιολόγων αυτό λέγεται «αλλάζουμε την ατζέντα». Στη δική μας γλώσσα, ήττα της πολιτικής.

Τα παραδείγματα είναι πολλά και η χρήση τους συστηματική. Εν μέσω προϋπολογισμού, του δεύτερου στη σειρά (ακολούθησε, σε θητεία τριών χρόνων, και τρίτος) που η κυβέρνηση ήξερε ότι δεν θα τηρούσεκαι πάντως ήθελε να αποφύγει να συζητήσει-, έγινε η στροφή διά του αναθεωρητικού αρραβώνος. Σαν να ήταν το Σύνταγμα το πρόβλημα της χώρας, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: διαθέτουμε ένα συγκριτικά καλό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο όχι μόνο δεν εκμεταλλεύονται επαρκώς αλλά και διαστρεβλώνουν- καταλήγοντας να απονομιμοποιούν- όσοι ασκούν εξουσία, με πρωταθλήτρια τη σημερινή κυβέρνηση. Αποτέλεσμα: η θεσμική θεωρητικολογία ακυρώνει την πολιτική αποτίμηση και απόδοση ευθυνών, θέτοντας συγχρόνως σε διακινδύνευση τα ίδια τα θεσμικά αγαθά που υποτίθεται ότι σκοπό είχε να ενδυναμώσει. Το έχω πει αρκετές φορές: από την εν εξελίξει συνταγματική αναθεώρηση μπορούμε να χάσουμε πολλά και να κερδίσουμε ελάχιστα. Λίγο αργότερα είχαμε την ομοβροντία κυβερνητικού λόγου περί «μεταρρυθμίσεων» (με μόνο «έργο» ένα αμφισβητούμενης αξίας αλλά σίγουρα επαχθέστερο ωράριο εργασίας) αμέσως μόλις ξέσπασεκαι έμεινε στο σκοτάδι- το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών. Πιο πρόσφατα περιστατικά, η χρήση της Παιδείας ως διαρκώς επικρεμάμενης εκλογικής σπάθης, η αναγωγή

ΣΚΙΑΜΑΧΩΝΤΑΣ ΚΑΙ

αποπροσανατολίζοντας έτσι, η κυβέρνηση θεωρεί και βραχυπρόθεσμα πετυχαίνει να ανασχέσει τη φθορά που θα έπρεπε να της είχε προκαλέσει η γενικευμένη ανεπάρκειά της

της προτεινόμενης αλλαγής του άρθρου 16 από περιθωριακό σε μείζον πρόταγμα της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», η ενασχόληση με το ψευδοδίλλημα της αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων και η εντελώς αδικαιολόγητη επίθεση κατά των ανεξάρτητων αρχών τη στιγμή που ξαναχτυπούσε, στην καρδιά μάλιστα του στόχου της, η εγχώρια τρομοκρατία. Ύστατο δείγμα, η τροπή της συζήτησης στα υπέρ και τα κατά του πανεπιστημιακού ασύλου, ενώ παραβιάζονται όλο και περισσότερα δικαιώματα, αυξάνεται η αστυνομική βία, γίνονται όλο και πιο ασύδοτοι και απειλητικοί οι γνωστοί άγνωστοι.

Σκιαμαχώντας και αποπροσανατολίζοντας έτσι, η κυβέρνηση θεωρεί και βραχυπρόθεσμα πετυχαίνει να ανασχέσει τη φθορά που θα έπρεπε να της είχε προκαλέσει η γενικευμένη ανεπάρκειά της. Συγχρόνως όμως διαμορφώνει και ένα πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου τα προβλήματα αποκρούονται ή αναβάλλονται αντί να αντιμετωπίζονται, οι θεσμοί ευτελίζονται μέσα από τη μεγαλόσχημα κενολόγο επίκλησή τους, οι πολιτικοί αντίπαλοι αδρανοποιούνται από το διαρκές κυνήγι όλο και πιο περιθωριακών θεμάτων «επικαιρότητας», το κοινωνικό σώμα εθίζεται στον εντυπωσιασμό και τη σκανδαλοθηρία, οι λέξεις γίνονται φετίχ και δεν σηματοδοτούν πλέον τίποτα.

Εδώ ανακύπτει η ευθύνη και το χρέος της Αριστεράς και της «κοινωνίας των πολιτών»- στο βαθμό και οι δύο θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν. Γιατί κάποιος χρειάζεται, ανάμεσα στ΄ άλλα, να εξηγήσει ότι δεν έχει καμία σχέση το «άσυλο», δημοκρατική κατάκτηση υπέρ της ελευθερίας διακίνησης ιδεών, με την ανεξέλεγκτη βία, τους άσχετους με το πανεπιστήμιο κουκουλοφόρους, τους έμφοβους πανεπιστημιακούς και τους αδυνατούντες να κάνουν τη δουλειά τους αστυνομικούς. Κάποιος πρέπει να ρωτήσει αν καταλύοντας μια κατάκτηση θα επιτύχουμε την ορθότερη χρήση της. Και να αναρωτηθεί: ποιος θα ωφεληθεί άραγε αν αφεθούμε να πάμε σε εκλογές με εξαφανισμένη την πολιτική;

Ο συνταγματολόγος Κ. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ